«Κάθε γυναίκα έχει μέσα της μια φωνή λαχτάρας και νοσταλγίας. Προσπαθούμε με όλο μας το είναι να γίνουμε καλές. Kαλές σύντροφοι, καλές κόρες, καλές μητέρες, καλές εργαζόμενες, καλές φίλες. Ευελπιστούμε ότι όλη αυτή η προσπάθεια θα μας κάνει να νιώσουμε ζωντανές. Αντ’ αυτού, όμως, καταλήγουμε να νιώθουμε εξαντλημένες, σε αδιέξοδο, να ασφυκτιούμε από τα πρέπει και να απογοητευόμαστε από το αποτέλεσμα. Βλέπουμε τη ζωή μας και αναρωτιόμαστε: μα, δεν έπρεπε όλα αυτά να είναι πιο όμορφα; Αλλά καταπνίγουμε την ερώτηση πολύ βιαστικά, λέγοντας στον εαυτό μας ότι πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, και κρύβουμε τη δυστυχία μας ακόμα και από τον ίδιο μας τον εαυτό.»
Το «Αδάμαστη» από την πένα της Glennon Doyle αποτελεί ένα αυθεντικό και οργισμένο, ορμητικό και ταυτοχρόνως τρυφερό ανάγνωσμα.
Πρόκειται για μία ειλικρινή αυτοβιογραφία και ένα ηχηρό κάλεσμα προς όλες τις γυναίκες του κόσμου. Μέσα από το γύρισμα των σελίδων ξεδιπλώνεται η ιστορία του πώς μια γυναίκα έμαθε ότι υπεύθυνη μητέρα δεν είναι εκείνη που αργοπεθαίνει για τα παιδιά της, αλλά εκείνη που τους δείχνει πώς να ζήσουν με όλη τους την καρδιά. Είναι μια ιστορία που περιγράφει ένα διαζύγιο, τη δημιουργία μιας νέας, σύνθετης οικογένειας, και τη συνειδητοποίηση ότι το πόσο ενωμένη ή διαλυμένη είναι μια οικογένεια εξαρτάται από το κατά πόσο τα μέλη της μπορούν, όταν κάθονται στο τραπέζι, να είναι ο πραγματικός τους εαυτός.
Τέλος είναι η ιστορία του πώς μπορούμε όλες μας να αρχίσουμε να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας αρκετά, ώστε να βάλουμε τα όριά μας, να συμφιλιωθούμε με το σώμα μας, να τιμήσουμε τον θυμό και τον πόνο μας, και να απελευθερώσουμε τα πιο αληθινά, πιο άγρια ένστικτά μας, ώστε να μπορέσουμε, ως γυναίκες, να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και να πούμε: Αυτή είμαι εγώ.
Ως αναγνώστρια γενικά δεν έχω έντονη προτίμηση και κατά συνέπεια επαφή με τα βιβλία που δεν περιέχουν στοιχεία μυθοπλασίας
Για αυτό άλλωστε η επιλογή να διαβάσω το νέο βιβλίο της Glennon Doyle «Αδάμαστη» ήταν ιδιαίτερα απρόσμενη για εμένα. Ίσως ευθύνεται για το γεγονός ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που προτάθηκε να λάβει το βραβείο καλύτερου αυτοβιογραφικού βιβλίου από το goodreads. Ίσως σαν μικρό παιδί και εγώ μαγνητίστηκα από το ιδιαίτερο εξώφυλλο του με τα ποικίλα, πλουμιστά χρώματα. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που με παρακίνησε να διαβάσω αυτό το βιβλίο το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μία απόφαση που απόλαυσα βαθιά.
Για εμένα ήταν μία διαφορετική εμπειρία που θα με συντροφεύει νοητά για πολύ καιρό. Η Glennon Doyle μέσα από αυτό το βιβλίο εκθέτει με γενναιότητα σε κοινή θέα μία σειρά από κρυφές πτυχές του χαρακτήρα και της ζωής της. Πρώτη φορά συναντάω κάποιον συγγραφέα που να είναι τόσο ειλικρινής με τα ελαττώματά του και να ξεδιπλώνει όλη την αλήθεια του μπροστά στο αναγνωστικό κοινό. Σαν άλλο ανοιχτό βιβλίο η Glennon παραδίδει στους αναγνώστες ιστορίες και βιώματα από τη ζωή της με τρόπο εντυπωσιακό, καθαρτικό, εμπνευσμένο και ενθαρρυντικό. Πρόκειται ένα βιβλίο με διαλογικό χαρακτήρα και πρόζα λιτή, στρωτή, αλλά νοηματικά πυκνή που θα σας γεμίσει με ιδέες και προβληματισμούς.
Μία συζήτηση ανάμεσα στην ψυχή της συγγραφέως και αυτή του αναγνώστη για τα κοινά βιώματα των γυναικών του Δυτικού Κόσμου. Ίσως ακόμη ένα μανιφέστο που καλεί τους αναγνώστες να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και με θάρρος, ειλικρίνεια και τόλμη, να τον συστήσουν στον κόσμο.
Ο Glennon μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο στη μάχη της με τη βουλιμία, τον εθισμό, την απιστία του συζύγου της, την κατάθλιψη, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, την άρνηση της πραγματικής της σεξουαλικότητας, τα καλούπια συμπεριφοράς που η κοινωνία επιβάλλει στις γυναίκες κ.λπ. Μέσα από την παράθεση των προσωπικών της βιωμάτων μας δίνει μία άψογη εικόνα για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σήμερα. Να προσπαθείς να ισορροπήσεις ανάμεσα αναρίθμητες υποχρεώσεις ενώ παράλληλα επιδιώκεις να εκπληρώσεις κάθε επιθυμία του κοινωνικού σου περίγυρου ώστε να γίνεις αγαπητή και αποδεκτή σε έναν πατριαρχικό κόσμο δομημένο για να σε υποτάσσει.Προσωπικά αυτή η πτυχή του βιβλίου μου θύμισε έντονα στοίχους από ένα αγαπημένο μου ποίημα της Κικής Δημουλά με τίτλο «Σημείο Αναγνωρίσεως».
“Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν. Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας. Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Σε λέω γυναίκαγιατί είσ’ αιχμάλωτη.“ Η συγγραφέας λοιπόν μας μεταφέρει από τα χρόνια της “αιχμαλωσίας” της ως τον τωρινό της εαυτό σε ένα ταξίδι απελευθέρωσης, που θα αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές κάθε γυναίκας. Ένα ταξίδι που οδήγησε τη συγγραφέα σε πλήθος συνειδητοποιήσεων για τη ζωή πού θα οδηγήσουν όλους τους αναγνώστες στην ταύτιση. Πάνω από όλα όμως είναι ένα ταξίδι που θα εμπνεύσει όλους τους αναγνώστες να αναζητήσουν και αποδεχθούν το πραγματικό τους εαυτό. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου “τσάκισα” αναρίθμητες σελίδες ώστε να μπορέσω μελλοντικά να επιστρέψω σε αυτές, να αντλήσω δύναμη ή να τις επεξεργαστώ από ένα νέο πρίσμα.
Ξεκινώντας αυτή την κριτική ήθελα, να περιγράψω όλα τα συναισθήματα που μου γέννησε το βιβλίο
Προχωρώντας τη σύνταξη του κειμένου όμως συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για ένα ανάγνωσμα που μου καλλιέργησε πληθώρα σκέψεων και συναισθημάτων, έντονα πλην όμως ακατόρθωτα να αποτυπωθούν γραπτώς. Θεωρώ λοιπόν ορθότερο να αφήσω τον καθέναν από εσάς, να απολαύσει στο έπακρο το ταξίδι του μέσα από το βιβλίο και να χτίσει τις δικές του σκέψεις και εντυπώσεις. Θα ήθελα όμως να κάνω μία ιδιαίτερη αναφορά στην έννοια της προδοσίας και αντίστοιχα της αγάπης του εαυτού μας η οποία κατέχει κεντρική θέση στη σκέψη της συγγραφέως.
Τι είναι όμως η προδοσία του εαυτού μας;
Είναι μια οδυνηρή συνθήκη με την οποία όλοι ερχόμαστε σε επαφή από τα εφηβικά μας χρόνια. Είναι η διαδικασία στην οποία υποβάλλουμε τον εαυτό μας όταν παραγκωνίζουμε την προσωπική μας ευτυχία και συμμορφωνόμαστε με αυτό που περιμένουν οι άλλοι να είμαστε, θέτοντας σε κίνδυνο τον πραγματικό μας εαυτό. Κατά αυτόν τον τρόπο πνίγουμε τις επιθυμίες μας και υποκύπτουμε στα πρέπει της κοινωνίας, μαθαίνουμε να κρυβόμαστε να προσποιούμαστε και να είμαστε αυτοί που πιστεύουμε, ότι θέλουν οι άλλοι να είμαστε ώστε να μας αγαπήσουν.
Όταν προδίδουμε τον εαυτό μας ανταλλάσσουμε ένα μέρος της αυθεντικής ψυχής μας για να αγαπηθούμε και να γίνουμε αποδεκτοί. Αρνούμαστε αυτό που είμαστε και οδηγούμαστε σε ένα φαύλο κύκλο – άκαρπων συχνά – προσπαθειών να ικανοποιήσουμε τον κοινωνικό μας περίγυρο ακόμη και σε εντελώς προσωπικά ζητήματα. Άλλωστε η ανάγκη για αγάπη από τον κοινωνικό μας περίγυρο είναι αυτή που μας παρακινεί εξαρχής στην αυτοπροδοσία. Πρόκειται όμως για μία περίτεχνη ψευδαίσθηση αγάπης δεδομένου ότι μας αγαπούν, όχι για το ποιοί πραγματικά είμαστε, αλλά για αυτό που προσποιούμαστε.
Τέλος αυτή η προδοσία μας οδηγεί συχνά στο άγχος ή ακόμη και την κατάθλιψη, ενώ στερούμε από τον εαυτό μας την αυτοσυμπόνια και την αυτοσυγχώρεση
Για αυτή την προδοσία επιλέγει, να μιλήσει η συγγραφέας αναδεικνύοντας μία σειρά από βιώματα προσωπικά ή κοντινών της προσώπων. Στόχος της όμως δεν είναι να προβάλει άλλη μια δυστυχή πλευρά της ανθρώπινης ζωής, αλλά να ενθαρρύνει κάθε αναγνώστη να αποδεσμευτεί από τις κοινωνικές απαιτήσεις που το καταπνίγουν και και να αποδεχτούν και αναδείξουν τον πραγματικό της εαυτό. Έχοντας πλέον διαβάσει το βιβλίο και βγάλει τα δικά μου συμπεράσματα, θα κλείσω αυτό το άρθρο προτείνοντας τις δική μου βασική διέξοδο από την αυτοπροδοσία.
Η λύση αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη πέρα από την αγάπη και την αποδοχή του εαυτού μας. Να νιώσουμε τον πόνο της προδοσίας μας. Να αναλάβουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Να συγχωρέσουμε τον εαυτό μας, να δεσμευτούμε να τον τιμάμε καθημερινά και να τον τυλίξουμε με αγάπη.Έτσι θα πάψουμε να επιδιώκουμε τη διαρκή επιβεβαίωση του κοινωνικού μας περίγυρου και να υποβαλλόμαστε στην καθημερινή δοκιμασία της επιλογής ανάμεσα στο προσωπικό θέλω και το κοινωνικό πρέπει. Βέβαια το ταξίδι προς την αγάπη του εαυτού μας κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Δεν ξέρω γιατί το να μαθαίνουμε να είμαστε καλοί απέναντι στον εαυτό μας είναι τόσο δύσκολο, αλλά σίγουρα είναι ένα από τα δυσκολότερα επιτεύγματα στη ζωή. Μέχρι τότε λοιπόν μπορούμε να λάβουμε μια χείρα βοήθειας από όλα εκείνα τα άτομα στη ζωή μας που μας αγαπάνε ανιδιοτελώς και άνευ ορίων ακόμη και τις μέρες που εμείς αδυνατούμε να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και θα ξεχωρίζουν πόσο σπουδαίοι και μοναδικοί είμαστε ακόμη και στις πιο σκοτεινές μας μέρες.
Αυτά είναι και τα άτομα που ποτέ δεν θα απαιτήσουν να καταπατήσουμε την προσωπική μας θέληση για να κερδίσουμε την εύνοια και την αγάπη τους. Που θα στέκονται συνοδοιπόροι στη ζωή μας στα μικρά και στα μεγάλα, τα σημαντικά και τα ασήμαντα, στις μεγαλύτερες ευτυχίες αλλά και στις οδυνηρές δυστυχίες.
Σε αυτά τα δύο είδη αγάπης εστιάζει έντονα και η Glennon Doyle
Την ανιδιοτελή αγάπη προς τον εαυτό μας αλλά και αυτή που λαμβάνουμε από τον κοινωνικό μας περίγυρο και την αξία τους στο ταξίδι προς την αποδοχή του εαυτού μας. Αυτό και άλλα πολλά μαθήματα έλαβα από αυτό το εμπνευσμένο βιβλίο που θα πρότεινα ανεπιφύλακτα σε κάθε αναγνώστη. Συμπερασματικά λοιπόν πρόκειται για ένα βιβλίο που θα αφήσει στον καθένα ένα διαφορετικό δίδαγμα, το σίγουρο όμως είναι ότι όποιος διαβάσει αυτό βιβλίο θα κλείσει τις σελίδες του νιώθοντας πιο απελευθερωμένος και έτοιμος να αποδεχτεί και αγαπήσει τον αληθινό του εαυτό.