Ήταν Φεβρουάριος του 2013 όταν, στην 85η τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ, η Anne Hathaway είχε μόλις κερδίσει το Όσκαρ καλύτερου γυναικείου ρόλου. Η νίκη, κατά γενική ομολογία, δεν αποτέλεσε έκπληξη: Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που είχε προηγηθεί, η ηθοποιός είχε συγκεντρώσει τα πολυπόθητα αγαλματίδια σε Χρυσές Σφαίρες, βραβεία SAG και Baftas για τη συναρπαστική ερμηνεία της καταδικασμένης «Fantine» στη μεγάλη κινηματογραφική μεταφορά της ταινίας «Les Misérables». Στεκόμενη στη σκηνή των πιο διάσημων κινηματογραφικών βραβείων στον κόσμο, η Hathaway επρόκειτο να ζήσει μια στιγμή που οι περισσότεροι ηθοποιοί ονειρεύονται. Η μεγαλύτερη βραδιά του Χόλιγουντ της ανήκε.
Μόνο που πήρε το μικρόφωνο για να εκφωνήσει τον ευχαριστήριο λόγο της, τα πράγματα πήραν απρόσμενη τροπή. Καθώς αγκάλιαζε το χρυσό αγαλματίδιo και ψιθύριζε: «Έγινε πραγματικότητα!», το διαδίκτυο εξαπέλυσε ένα παλιρροϊκό κύμα επίθεσης εναντίον της. Ο κόσμος χλεύασε το ροζ Prada φόρεμά της, τα μάτια της και το υπερβολικά τέλειο στόμα της, την τρομαγμένη, υπερβολικά πρόθυμη φωνή της. Κακή εντύπωση έκανε και η ίδια η ομιλία, που κρίθηκε προβαρισμένη, υπολογισμένη και ανειλικρινής. Δεν υπήρχε αμφιβολία: Η αγαπημένη της βραδιάς των Όσκαρ μετατράπηκε σε μια στιγμή σε έναν «δημόσιο εχθρό».
Μετά την απονομή, το μίσος για την ηθοποιό έγινε μεγάλο θέμα συζήτησης. Παράλληλα με το καθημερινό cyberbullying, μια πληθώρα χρηστών προσπάθησε να συγκεντρώσει στοιχεία για τις πιο ενοχλητικές ιδιότητες της Hathaway, από τη σοβαρή συμπεριφορά της μέχρι τη χαρούμενη πληθωρικότητά της. «Κάθε φορά υπερβάλλει», έγραψε ο κριτικός Richard Lawson. «Φαίνεται πάντα σαν να υποκρίνεται, και το αγαπημένο της νούμερο είναι αυτή η υπερβολική ταπεινότητα και ευγένεια». Ο ζήλος της δημόσιας απέχθειας ήταν τόσο μεγάλος που δημιουργήθηκε μια νέα λέξη, το «Hathahate», μόνο και μόνο για να περιγράψει το κίνημα.
Καθώς, όμως, ο δημόσιος αρνητικός διάλογος για την ηθοποιό οργίαζε, έγινε επίσης σαφές ότι λίγοι μπορούσαν να προσδιορίσουν πώς και γιατί είχε προκύψει το Hathahate. Εξάλλου, δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν η Hathaway εμφανίστηκε στη σκηνή το 2001 με το ντεμπούτο της στην ταινία «The Princess Diaries», οι θαυμαστές της την αποθέωσαν. Ακολούθησαν τα «Brokeback Mountain» το 2005 και «The Devil Wears Prada» την επόμενη χρονιά, που της χάρισαν τους πρώτους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Λίγα χρόνια αργότερα, το «Rachel Getting Married» ανακηρύχθηκε από τους κριτικούς ως η σημαντικότερη στιγμή ανάδειξης του ταλέντου της, που της χάρισε μάλιστα και την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ. Αγαπημένη τόσο από το κοινό, όσο και από τα ταμεία, τίποτα δεν φαινόταν ότι μπορεί να πάει λάθος στην περίπτωση της Hathaway.
Έχει ενδιαφέρον ότι το πρώτο δημόσιο σφάλμα της δεν είχε να κάνει με την υποκριτική της ικανότητα, αλλά με την ατυχή της εμφάνιση ως οικοδέσποινα στα Όσκαρ του 2011 μαζί με τον James Franco. Παρά το γεγονός ότι η Hathaway τραγουδούσε, χόρευε και άλλαξε ρούχα 8 φορές εκείνο το βράδυ σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει το κοινό, οι κριτικοί ήταν ιδιαίτερα καυστικοί. «Σε μια από τις χειρότερες απονομές Όσκαρ στην ιστορία, μια κακή και ριψοκίνδυνη ιδέα εξελίχθηκε με θεαματικά ακατάλληλο τρόπο παρουσίασης της μεγαλύτερης βραδιάς για τον κόσμο του κινηματογράφου», έγραψε ο Tim Goodman στο The Hollywood Reporter, ενώ το LA Weekly χαρακτήρισε τη διοργάνωση «την πιο ντροπιαστική απονομή που έγινε ποτέ».
Ο Franco έριξε λάδι στη φωτιά, σχολιάζοντας αργότερα στον David Letterman ότι «Η Hathaway είναι τόσο ενεργητική, που νομίζω ότι ο διάβολος της Τασμανίας θα φαινόταν μαστουρωμένος αν στεκόταν δίπλα της». Με τη σειρά της, η ηθοποιός παραδέχθηκε ότι η παρουσία της αποτυπώθηκε στην οθόνη κάπως «μανιακή και υπερ-χαρούμενη».
Ο χλευασμός συνεχίστηκε. Η σπίθα που άναψε το φιτίλι ήταν και πάλι η ευχαριστήρια ομιλία της, αυτή τη φορά στις Χρυσές Σφαίρες το 2013 για το «Les Misérables», όπου είπε: «Σας ευχαριστώ γι’ αυτό το υπέροχο, αμβλύ αντικείμενο, που θα χρησιμοποιώ για πάντα ως όπλο κατά της αυτοαμφισβήτησης». Κατηγορήθηκε ότι εμφανίστηκε υπερβολικά συναισθηματική, γλυκανάλατη, επιτηδευμένη. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, η ηθοποιός ζήτησε το μικρόφωνο για να ευχαριστήσει όσους είχε ξεχάσει να αναφέρει στην ομιλία της, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ότι έστησε το «The Anne Show».
Η νίκη της στα Screen Actors Guild Awards αργότερα τον ίδιο μήνα τροφοδότησε κι άλλο τη θεωρία ότι οι ομιλίες της ήταν ασυγχώρητα ενοχλητικές. Ενώ παραλάμβανε το βραβείο της, η Hathaway χαρακτηρίστηκε παράξενη και μη αυθεντική. «Οι άνθρωποι μισούν την Anne Hathaway παίρνει έναν επαγγελματία για να γράψει την ομιλία της. Είναι υπερβολικά δραματική. Υποκρίνεται ακόμα κι όταν κερδίζει ένα βραβείο», σχολίασε ο ραδιοφωνικός παρουσιαστής Howard Stern μετά την απονομή.
Μετά τα απανωτά γεγονότα, σε μια συνέντευξη του 2014 στο Harper’s Bazaar, η ηθοποιός είχε εξομολογηθεί: «Είχα σκηνοθέτες που μου έλεγαν: ‘Είσαι τέλεια για το ρόλο, αλλά δεν ξέρω πώς θα σε δεχτεί το κοινό εξαιτίας όλων αυτών». Φυσικά, όλο αυτό είχε και συναισθηματικό αντίκτυπο στην ίδια, που ομολόγησε αργότερα ότι εισέπραξε όλο αυτό το μίσος σαν μια «γροθιά στο στομάχι».
Στον απόηχο του σάλου των Όσκαρ, η Hathaway εξαφανίστηκε από τα φώτα της δημοσιότητας. Το πιο εύκολο θα ήταν να υποτεθεί ότι δεν άντεξε το εχθρικό κλίμα εναντίον της. Φαίνεται, όμως, ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια στρατηγική επιλογή. Επέτρεψε στην εχθρικότητα να εκφραστεί, μέχρι να χάσει τελικά τη δυναμική του. Όταν ρωτήθηκε για τον λόγο της απουσίας της το 2013 από τη Huffington Post στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance, αστειεύτηκε, λέγοντας: «Νομίζω ότι ο κόσμος χρειαζόταν ένα διάλειμμα από εμένα». Με άλλα λόγια, έπαιζε το παιχνίδι και περίμενε υπομονετικά να «κοπάσει η μπόρα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η επιστροφή της στα πράγματα ήταν ιδιοφυής. Μετά από έναν χρόνο σιωπής, επανεμφανίστηκε το 2014 με μια ταινία που έκανε θραύση, το «Interstellar» του Κρίστοφερ Νόλαν, ενώ αμέσως μετά ακολούθησε το «Song One», δύο ρόλοι που ανέδειξαν επιτυχώς το ταλέντο της. Οι εμφανίσεις που ακολούθησαν μόνο επιτυχημένες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν: Μίλησε σε talk show με χιούμορ και ειλικρίνεια, αστειεύτηκε για το ροζ φόρεμά της, έκανε ραπ για τους Hathahaters και απέδειξε ότι τελικά είναι πιο δυνατή από τους cyberbullies. «Όλο αυτό με έκανε ένα πιο συμπονετικό και τρυφερό άτομο», δήλωσε στο Harper’s Bazaar σε μια θριαμβευτική συνέντευξη. «Και δεν λυπάμαι τον εαυτό μου».
Μέχρι το 2017, ο καταιγισμός των σχολίων για τη Hathaway συνεχίστηκε απτόητος, ωστόσο με μια σαφή μετατόπιση που έγερνε προς το μέρος της. Ο ρόλος της στο «Ocean’s 8» βοήθησε σε αυτό, αφού χαιρετίστηκε ως μεγάλη επιτυχία. «Για μερικά χρόνια, η παρουσία της Hathaway στο Χόλιγουντ ήταν συνδεδεμένη με την αφήγηση ότι προσπαθούσε πολύ σκληρά να γίνει συμπαθής», έγραψε η Jia Tolentino στο The New Yorker. «Αυτή η ερμηνεία είναι μια δήλωση – η Hathaway καταλαβαίνει το παιχνίδι που παίζει. Είναι μια πραγματική κλέφτρα – κι αυτό που κλέβει είναι η παράσταση».
Περισσότερο από μια δεκαετία μετά την κορύφωση του Hathahate, το μίσος για τη Hathaway μοιάζει πλέον με μακρινή ανάμνηση. Το σίγουρο είναι ότι η ηθοποιός κατάφερε να βγει από αυτό αλώβητη και πιο δυνατή. Οι haters όχι απλώς δεν κατάφεραν να την «εξαφανίσουν» από το χάρτη, αλλά πέτυχαν μάλλον το ακριβώς αντίθετο: Να λάμψει ακόμη πιο πολύ, μέσα από τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες και το υποκριτικό της ταλέντο.
Υπάρχει, όμως, κάτι το ανατριχιαστικό σε όλη αυτή την ιστορία: Μια γυναίκα έξυπνη, δυναμική, ικανή, που μετρά τη μία επιτυχία μετά την άλλη. Κι όμως, αντί να αναγνωρίζεται όπως της αξίζει, καταλήγει «βορά» στα χέρια των αδηφάγων χρηστών του διαδικτύου για όλους τους λάθος λόγους: Για τα ρούχα της, το χαμόγελό της, τις ήπιες αντιδράσεις της. Ακούγεται κάπως γνώριμο, σωστά; Είναι γιατί, στην πραγματικότητα, σχεδόν κάθε γυναίκα είναι εξοικειωμένη με την αφήγηση.
Άλλωστε, και το ίδιο το Hathahate δεν είχε ποτέ πραγματικά να κάνει με την Anne Hathaway. Αν αναλογιστούμε πώς ο διάχυτος μισογυνισμός της δεκαετίας του 2000 αδίκησε τόσα πολλά από τα γυναικεία είδωλα της ποπ κουλτούρας, είναι σαφές ότι η Hathaway ήταν απλώς το θύμα μιας μακρόχρονης παράδοσης, κατά την οποία μια ταλαντούχα, όμορφη, διάσημη γυναίκα χρησιμοποιείται ως σάκος του μποξ.
Το δίδαγμα σε όλο αυτό είναι η ίδια η αντίδραση της Hathaway. Η στάση της και ο τρόπος που αντιμετώπισε αυτό το κύμα μίσους υποδηλώνουν ότι, ενδόμυχα, ήξερε πάντοτε ότι θα έρθει και πάλι η μέρα που θα βρεθεί από την καλή πλευρά της ιστορίας. «Πρέπει να θυμάσαι στη ζωή ότι υπάρχει ένα θετικό σε κάθε αρνητικό και ένα αρνητικό σε κάθε θετικό. Μ’ ένα μαγικό τρόπο, όμως, τα πράγματα γέρνουν στην κλίμακα των θετικών», είναι τα λόγια της ίδιας που θέλουμε να κρατήσουμε.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.