Έλα, παραδέξου. Έχεις περάσει κι εσύ σίγουρα μια μέρα (ή και παραπάνω) κλεισμένος στο σπίτι χωρίς την παραμικρή όρεξη να βγεις ούτε για να πετάξεις τα σκουπίδια.
Μιλάω για αυτές τις μέρες όπου η διαδρομή κουζίνα-σαλόνι φαντάζει τεράστια και με άρτιες, μελετημένες κινήσεις έχεις μεταφέρει στο τραπέζι του σαλονιού τα απαραίτητα αγαθά που θα σε συντροφεύσουν ιδανικά στην μέρα της μαρμότας σου.
Συνήθως αυτές τις μερες τις “πιάνεις” από το πρωι. Αααα, όλα κι όλα, είναι τίμιες αυτές οι μέρες. Από την ώρα που ανοίγεις τα ματια κι ακόμη ο εγκέφαλος δεν έχει καταφέρει να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, αν έχει ξημερώσει “μέρα απομόνωσης” το καταλαβαίνεις από τα πρώτα λεπτά.
Αρχικά, σηκώνεσαι από το κρεββάτι και πας στον καναπέ. Δεν φτιάχνεις καφέ, δε πλένεις δόντια.
Δεν παραγγέλνεις καν καφέ τηλεφωνικά.
Όχι, όχι, σήμερα δε θες να επικοινωνήσεις με κανένα ανθρώπινο ον. Ιδανικά δεν θα ακούσεις την φωνή σου καθόλου σήμερα.
Μπαίνεις στο Ίντερνετ και παραγγέλνεις δύο καφέδες (ένας δεν είναι αρκετός).
Ανοίγεις υπολογιστή. Βάζεις μουσική. Χαζεύεις. Πίνεις καφέ, χαζεύεις υπολογιστή. Για ώρες. Χωρίς κανέναν σκοπό, νόημα ή στόχο.
Καφές, μουσική, υπολογιστής. Ο εγκέφαλος δε σκέφτεται, δεν τρέφεται με καμία περιττή σκέψη. Δέκα διαφορετικά παράθυρα είναι ανοιχτά στον υπολογιστή, από μαγειρική ως αεροπορικά εισιτήρια για Ισπανία. Έτσι, χωρίς λόγο.
Χτυπά το τηλέφωνο. Κοιτάς οθόνη. Παραμένεις ανέκφραστος. Το βάζεις στο αθόρυβο. Βαριέσαι.
Μέχρι να έρθει η ώρα να φας.
Εκεί θα “ζωντανέψεις” λιγάκι. Θα σου πάρει λίγο χρόνομ από το “τίποτα” που κάνεις ως τώρα, μέχρι να αποφασίσεις με τι θα τραφεις (σίγουρα η παραγγελία σου θα έχει μέσα είτε πατάτες είτε μακαρόνια, απαραίτητες τροφές στις μέρες μαρμότας). Μετά από (σίγουρα) 40 λεπτά επάνω από το κινητό αποφασίζεις τι θέλεις και παραγγέλνεις (μέσω Ίντερνετ πάλι φυσικά).
Βάζεις ταινία.
Την σταματάς στα πρώτα 10 λεπτά. Βαριέσαι. Πιάνεις κινητό, στέλνεις μηνύματα στον κολλητό σου.
Ανταλλάσσετε 30 μηνύματα. Βαριέσαι.
Ανοίγεις μια μπύρα και κάνεις το εικοστό τσιγάρο της ημέρας.
Το σβήνεις στην μέση, έχεις μπουχτίσει.
Ξανά βάζεις την ταινία.
Είσαι άνετος στον καναπέ, με τις πιτζάμες και την ρόμπα σου, με άσπρες ποδοσφαιρικές κάλτσες που τις έχεις 10 χρόνια (και βάλε) και ξαπλώνεις. Έχεις τελικά βρει την τέλεια στάση να συνεχίσεις την ταινία σου.
Χτυπά το ντελίβερι, ανοίγεις. “Καλησπέρα, ορίστε, ευχαριστώ”. Αυτή είναι η επικοινωνία με τον έξω κόσμο για σήμερα.
Το τηλεφωνο χτυπάει πάλι, κάποιος σε ψάχνει. Μονολογείς «Αχ πόσο βαριέμαι» και το βάζεις στο αθόρυβο.
Σηκώνεσαι να ανοίξεις το παράθυρο, το σπίτι μυρίζει τσιγάρο και τζατζίκι. Ανοίγεις και βλέπεις πως έχει νυχτώσει. Χαμπάρι δεν πήρες.
Θες απεγνωσμένα γλυκό. Εκει εύχεσαι να μπορούσε ο σκύλος να πάει ως το περίπτερο με ένα δεκάευρο στο στόμα και να σου έφερνε σοκολάτες και πουράκια. «Πόσο κρίμα», μονολογείς παλεύοντας να βάλεις τα αθλητικά σου παπούτσια πάνω από τις τεράστιες κάλτσες που κάνουν τα πόδια σου δυο νούμερα μεγαλύτερα.
Αφού τα καταφέρνεις βγαίνεις εξω με το μπουφάν πάνω από τις πιτζάμες, άλουστο μαλλί, και με μια ανάσα που βρωμάει απο τα τσιγάρα. Δε σε νοιάζει καθόλου όμως. Έχεις στόχο να φτάσεις ως το περίπτερο και σε δύο λεπτά να βρίσκεσαι πάλι στον αφράτο καναπέ σου. Και τα καταφέρνεις.
Πατάς play και απολαμβάνεις. Στα μέσα της ταινίας σε έχει ήδη πάρει ο ύπνος. Αποφασίζεις να σύρεις το κορμί σου στο κρεββάτι. Το κινητό χτυπά με μανία. Το ακουμπάς μόνο για να βάλεις ξυπνητήρι. Αύριο θα είναι μια νέα μέρα.
Κοιμήσου, το έχεις ανάγκη.