Αν είχα κόψει το κάπνισμα, χθες θα ήταν μια μέρα που θα ήθελα να το ξαναρχίσω. Αλλά δεν έχω κόψει το κάπνισμα και χθες θα ήταν μια μέρα που δεν θα ήθελα να το κόψω. Αλλά δεν έχω κόψει το κάπνισμα και χθες ήταν μια μέρα που ήθελα να το συνεχίσω. Και το συνέχισα. Κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, πριν καν σβήσει το προηγούμενο άναβα το επόμενο, όπως ακριβώς κάνουν όλοι οι μανιώδεις καπνιστές, όπως ακριβώς με όλα τα πράγματα που έχω μανία στην ζωή μου, όπως ακριβώς κάνω και με τα μακαρόνια με κιμά, που πριν τελειώσω το πρώτο πιάτο, ζεσταίνω το δεύτερο στον φούρνο μικροκυμάτων. Κάπνιζα, και κάπνιζα με αυτόν τον τρόποι που καπνίζουν οι μανιώδεις καπνιστές τις μέρες που δεν είναι και πολύ στα καλά τους. Που με μια τζούρα μπορεί να καπνίσουν όλο το τσιγάρο, μπορεί και τα δάχτυλα που κρατάνε το τσιγάρο. Κάπνιζα και κάπνιζα και ξαφνικά τελείωσαν τα τσιγάρα. Έβρεχε πολύ και έκανε κρύο, δεν μπορούσα να πάω στο περίπτερο που είναι λίγο μακριά, όχι πολύ μακριά, αλλά είναι τόσο μακριά όσο να σκεφτείς στα μισά να γυρίσεις πίσω, κι έτσι αναγκάστηκα να πάω στην κυρα Τούλα, η ανάγκη βλέπεις. Η κυρά Τούλα έχει το ψιλικατζίδικο πίσω ακριβώς από το σπίτι μου. Το ψιλικατζίδικο της είναι πολύ κοντά στο σπίτι μου δηλαδή, όχι ένα, ούτε μισό τσιγάρο δρόμος. Στο ψιλικατζίδικο της κυρα Τούλας έχω να πάω απο τότε που της είπα πως δεν ξέρω πώς την λένε, αλλά μου κάνει για Τούλα, κι εκείνη μου είπε πως εγώ δεν της κάνω για τίποτα. Δεν είναι ότι θύμωσα, αλλά να, προσβλήθηκα και απόρησα με την αντίδραση της κι έτσι από τότε ό,τι και να θέλω πάω στο περίπτερο που είναι λίγο μακριά, όχι πολύ μακριά από το σπίτι μου. Όσο και να με εξυπηρετεί το ψιλικατζίδικο της κύρα Τούλας, για μια αξιοπρέπεια ζούμε δγιάολε, για αυτό κι εγώ πηγαίνω στο περίπτερο που μπορεί να είναι λίγο μακριά, αλλά τουλάχιστον δεν μου έχει πει ο περιπτεράς ότι “δεν του κάνω για τίποτα”. Που μπορεί και να το πιστεύει, δεν μου το έχει πει όμως. Αλλά δεν έχω κόψει το κάπνισμα και καμιά φορά η ανάγκη ξεπερνά την περηφάνια και χθες που έβρεχε και έκανε κρύο και ήθελα τσιγάρα σαν δγιάολος της Τασμανίας αναγκάστηκα να βάλω την αξιοπρέπεια μου στην άκρη, να ρίξω τα μούτρα μου και να πάω στο ψιλικατζίδικο της κυρα Τούλας. Εδώ που τα λέμε όμως δεν αναγκάστηκα και πολύ να πάω, αφορμή ήθελα να πάω, να την δω, να δω αν είναι καλά,να δω αν θα μου πει “καλώς το κορίτσι μου”, όπως μου έλεγε παλιά, να δω αν έχει ακόμα στα μαλλιά της το κόκκινο χρώμα της πασοκτζούς της δεκαετίας του ’80, να δω αν θα δω στα μάτια της μια έκφραση μεταμέλειας, μια υποψία ένοχης και συγγνώμης. Και πήγα. Της είπα “καλησπέρα κυρά Τούλα”και μου είπε”καλησπέρα σας”. “ΣΑΣ”. Εμένα μου είπε “ΣΑΣ”. Ούτε “κορίτσι μου”, ούτε “καλώς την”. Ξαφνικά έγινα “ΣΑΣ”. “ΣΑΣ”. Και δεν με πείραξε ο πληθυντικός που δείχνει οτι είμαι σε ηλικία πληθυντικού, όσο με πείραξε ο πληθυντικός που έδειχνε ότι είμαστε σε απόσταση . “Κόνξες μου κάνει”, σκέφτηκα. “Είστε καλά κυρα Τούλα; Ο άντρας σας; Έπιασαν πάλι κρύα ε;”, της είπα με ένα χαμόγελο παγωμένο απο το κρύο και απο την κρύα υποδοχή της. “Τι θα θέλατε παρακαλώ;”,με ρώτησε εκείνη, σαν να μην με άκουσε, σαν να πρόσεχε περισσότερο τον ήχο που κάνουν τα παλιά ψυγεία της με τα αναψυκτικά και της μπύρες που μπορεί και να έχουν λήξει. “Ενα μάρλμπορο λάιτς”, της είπα σαστισμένη. Η κυρα Τούλα δεν μου έκανε κόνξες, δεν χάρηκε που με είδε, προφανώς και δεν είχε καταλάβει πως με έχει στεναχωρήσει. Και προφανώς και δεν μου είπε “γιατί δεν με ρωτάς αν έχω στίβεσαντ και ζητάς κατευθείαν μάρλμπορο;”. Αν μου το έλεγε αυτό θα έδειχνε ότι θυμόταν τις “στιγμές” μας, εκείνες που όταν δεν είχε στιβεσαντ μου έδινε μάρλμπορο και ζητούσε συγγνώμη που δεν είχε στίβεσαντ. “Ορίστε”, μου είπε ψυχρά, επαγγελματικά και μου έδωσε το πακέτο, την ώρα που κοίταγα το ράφι με τα τσιγάρα και είδα ότι είχε στίβεσαντ. “Καλημέρα φαρυγγίτιδα”, σκεφτόμουνα καθώς την πλήρωνα και ήμουνα έτοιμη να φύγω όταν την άκουσα να λέει”μισό λεπτό παρακαλώ”. “Ωπα”, σκέφτηκα,”αυτό ήταν! Κόνξες μου έκανε τελικά και τώρα μετάνιωσε, μετάνιωσε ειλικρινά και θέλει να γίνουμε πάλι φίλες. Θα θέλει να μου πει πώς την λένε για να μην την λέω πια “κυρα Τούλα”, να της πω εγώ πως εντάξει μπορεί να μην κάνω για πολλά, αλλά όχι και για τίποτα, να μου ζητήσει συγγνώμη και να με πει πάλι “κοριτσι μου”. “Ναι,παρακαλώ”, της είπα χαμογελαστή και περίμενα με αγωνία να την ακούσω να μου λέει “συγγνώμη”. “Η απόδειξη σας”, μου είπε εκείνη αντί για “συγγνωμη”. ΑΠΟΔΕΙΞΗ! Η κυρα Τούλα σε εμένα. Που πάντα μου έβαζε ενα-δυο ευρώ παραπάνω στον λογαριασμό όταν έπαιρνα δέκα μπύρες, τρία πακέτα τσιγάρα, πέντε δρακουλίνια, τρεις πίτσες μεξικάνες και που ποτέ δεν είχα ζητήσει απόδειξη. “Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΑΣ”! Η κυρα Τούλα σε εμενα! Απόδειξη…τυπικότητας και απόστασης. “Δεν την χρειάζομαι κυρα Τούλα”, της είπα τσαλακώνοντας και αφήνοντας την απόδειξη στο σπασμένο γυαλί του ξύλινου πάγκου. Και έφυγα. Απόδειξη… Δεν ζήτησα καμία απόδειξη απο εκείνη για το πακέτο τσιγάρα που πήρα και που δεν ήταν καν η μάρκα μου. Απόδειξη… Δεν ζήτησα καμία απόδειξη απο εκείνη αλλά εκείνη μου την έδωσε. Λες και της ζήτησα να μου δείξει πως είναι σωστή και τίμια απέναντι μου και στο κράτος. Λες και ήθελε να μου δείξει εκείνη πως είναι σωστή και τίμια απέναντι μου και στο κράτος. Σωστή, τίμια και απόμακρη. Γιατί οι άνθρωποι που είναι κοντά ούτε ζητάνε ούτε δίνουν αποδείξεις. Για τίποτα. Ούτε για τα σωστά ούτε ακόμα για τα λάθη. Βγήκα από το ψιλικαντζίδικο, χώθηκα περισσότερο στο μπουφάν μου και πήγα στο περίπτερο. Μπορεί να είναι λίγο πιο μακριά, αλλά έχει στιβεσαντ. Και με ή χωρίς απόδειξη δεν με έχουν στεναχωρήσει. Υ.Γ: Τα μάρλμπορο τα κάπνισε ο Βασίλης.