Καθόμουν πριν καμιά βδομάδα στο μετρό ωραία και καλά, με τα ακουστικά στα αυτιά μου, ατενίζοντας το κενό. Μέχρι που ήρθε κι έκατσε απέναντί μου να με κοιτάει έντονα με τα μάτια τα οικεία. Αυτά που όλο κάτι αναζητούν, αλλά ποτέ δεν θα το βρουν. Ο παππούς μου, ή μάλλον αυτός ο κύριος που ξαναζωντάνευε τη μορφή του, ακριβώς μπροστά μου. Χαμογελούσε στη γυναίκα του με στωικότητα αλλά και λίγο με βλέμμα «δεν σε αντέχω, μου ‘χεις φάει τη ζωή». Κι αυτό οικείο ήταν. Πάλι καλά που φορούσα γυαλιά και δεν με είδε που έκλαιγα κάθε φορά που τα βλέμματά μας συναντιούνταν.
Πάνε 8 χρόνια (και λίγες μέρες) που αποφάσισε να πεθάνει (και όχι να «φύγει»), ένα πρωί Σαββάτου, που τα τζιτζίκια κάνανε σίγουρα πανηγύρι από τη ζέστη. Δεν ζήτησε τίποτα (εννοείται) και δεν το έκανε και θέμα που έκανε χημειοθεραπείες 1 χρόνο και κάτι, με τα κόκαλα να πονάνε. Ήταν 69 χρονών, αλλά δεν τον θυμάμαι ποτέ γέρο. Θυμάμαι όμως αυτό το βλέμμα που σε κοιτούσε, αλλά σε προσπερνούσε, γιατί οι άνθρωποι πάντα τον πονούσαν. Το έλεγε κάθε φορά που έπινε, όταν κλεινόταν σε κάποιο δωμάτιο και γινόταν μάχη με τους δαίμονές του.
Όλα αυτά που θυμάμαι: το λευκό φανελάκι (κυριολεκτικά του παππού), το στραβό περπάτημα (που αντιγράφει πιστά η κόρη σου), αυτό το κόλπο με τα 2 κέρματα στα μάτια, που πάντα με τρόμαζε αλλά και με έκανε να ξεκαρδίζομαι το ίδιο, το πλαστικό κύπελλο με το κρασί (το ανοιγόκλεινες λες και είχες βρει εκεί μέσα το θησαυρό), που έκλεβες τη γιαγιά στα χαρτιά (καλά ξηγιόσουν!), που μου την «έσπαγες» όταν έπινες στο χωριό τα καλοκαίρια κι ερχόμουν να σε «μαζέψω» ως «η μεγαλύτερη»!
Μου λείπουν τα απογεύματα που καθόμασταν και μιλούσαμε με τις ώρες. Εσύ μάλλον ένιωθες ότι κάποιος σε ακούει κι εγώ ένιωθα σπουδαία ψυχολόγος που είχα καταλάβει τι έφταιγε κι έπινες. Μου λείπει η μορφή σου όταν φτάναμε στο χωριό και σε έβλεπα από το αυτοκίνητο στη βεράντα όρθιο, για να έρθεις να ανοίξεις τη βαριά πόρτα. Αλλά και όταν έφευγαν οι γονείς μου για Αθήνα, με πήγαινες στην πίσω αυλή για να δούμε το αμάξι του μπαμπά να περνάει από ένα συγκεκριμένο, πολύ μακρινό σημείο. Μου λείπει που γυρνούσαμε σπίτι από την πολλοστή κηδεία (πολλοί οι γέροι στο χωριό) και μας ρωτούσες πώς περάσαμε! Μου λείπεις, τελεία.
Υ.Γ: πριν πεθάνεις, με έβαλες να υποσχεθώ ότι θα πάρω το πτυχίο μου. Πήρα κι άλλο, να ξέρεις, αλλά δεν νομίζω ότι θα σε ένοιαζε αυτό. Θα σε ένοιαζε όμως να μάθεις ότι αγαπάω μόνο τους ανθρώπους που έχουν τη δική σου ευαισθησία, που ίσως έχουν περάσει από εξαρτήσεις, που οι άλλοι θεωρούν «προβληματικούς» και που το βλέμμα τους δεν είναι επίπεδο. «Τρέχει» σαν το δικό σου, σαν να μην τους χωράει ο τόπος. Σαν να ονειρεύονται μία ουτοπία. Εις το επανιδείν.