Παρασκευή βράδυ. Μόλις έχω επιστρέψει από τη δουλειά και υπάρχει αυτό το δίλημμα στην ατμόσφαιρα. Σκέφτομαι πως βγαίνει κανείς μολονότι είναι Ιούλιος για να στριμωχτεί σε κάποιο μαγαζί της πόλης ή μένει σπίτι με Netflix και το αγαπημένο σου air condition; Η δεύτερη επιλογή είναι λογικά η όαση αυτές τις καλοκαιρινές μέρες αλλά είναι και Παρασκευή.
Παίρνεις την Σοφία. Το κινητό χτυπάει χωρίς απάντηση. Μάλλον κοιμήθηκε κι αυτή κάτω από το κλιματιστικό. Σύνηθες φαινόμενο. Παίρνω τη Μένια – αν και είμαι σίγουρη ότι έχει κανονίσει και είναι κάπου και παρτάρει ήδη. Η Μένια πάντα λάτρευε τις Παρασκευές. Καμία απάντηση στο κινητό κι ένα μήνυμα λίγα λεπτά μετά “Είμαι σινεμά, σε παίρνω σε καμιά ωρίτσα”. Και ξέρεις από τώρα ότι αν περάσεις μια ωρίτσα περιμένοντας πιθανότατα θα βρεθείς κάπου σαν την Σοφία. Παίρνεις την Φανή. Είναι ήδη έξω σε επαγγελματικό ραντεβού. Κάπως έτσι όλα συνωμοτούν στο να μείνεις σπίτι τελικά. Φλερτάρεις με την ιδέα αλλά φλερτάρεις και με τα νιάτα σου που λένε ότι είναι μόνο μια φορά και πρέπει να τα χαρείς – εγώ ότι ακούω μεταφέρω.
Ξέρεις εκείνο το νέο μαγαζί που άνοιξε κοντά στο σπίτι σου για καλοκαίρι. Σε έχει φάει η δουλειά και δεν έχει προλάβει να το επισκεφθείς ακόμα. Ναι, αυτό που κάθε φορά που περνάς απ’έξω λες “Α εδώ να έρθουμε την επόμενη φορά που θα βγούμε”. Και την επόμενη φορά που όντως βγαίνετε δεν σας περνάει ποτέ από το μυαλό και το θυμάσαι αφού έχετε γυρίσει σπίτι κι έχετε πάει για χιλιοστή φορά στο ίδιο. Μην κάνεις πως δεν ξέρεις. Όλοι έχουν ένα τέτοιο μαγαζί.
Μήπως, λοιπόν, ήρθε η ώρα να το επισκεφθείς; Βέβαια είναι Παρασκευή και θα έχει κόσμο. Μήπως θα σε κοιτάνε περίεργα αν πας μόνη σου; Ε, και τι έγινε. Πάντα ζήλευες τα άτομα που πήγαιναν μόνα τους σε μπαρ για ένα πότο και κάθονταν να χαλαρώσουν. Τους θαύμαζες αυτούς τους ανθρώπους γιατί εξέπεμπαν μια αυτοπεποίθηση. Μήπως ήρθε η ώρα να γίνεις σαν αυτά τα άτομα; Είναι ένα καλό πλεονέκτημα της όλης φάσης για να σε βγάλει από το σπίτι.
Αλλάζεις στα γρήγορα, βάζεις εκείνη την μακριά φούστα την αεράτη για να ταιριάζεις με τα surroundings, βάζεις κι ένα κραγιόν κι έτοιμη. Μέσα στο μυαλό σου παίζουν όλα αυτά τα κλισέ βλ. “The night is young” κ.λπ. Ενώ στην πραγματικότητα ξέρεις ότι θα γυρίσεις σε καμιά ώρα το πολύ πίσω, θα έχεις πιει ένα ποτό και θα πέσεις για ύπνο γιατί οι αντοχές σου έχουν μειωθεί σημαντικά.
Φτάνεις στο μαγαζί, περνάς από ένα σκανάρισμα όλα τα τραπέζια. Πού κάθονται αυτοί οι κουλ που έλεγες ότι θαύμαζες τόσα χρόνια; Α ναι, στο μπαρ. Πας εκεί, χαμογελάς στον μπάρμαν με την ελπίδα να μην σε περάσει για τρελή που βγήκες μόνη Παρασκευή βράδυ. Κι εύχεσαι να μην νομίζει ότι περιμένεις παρέα και σου αφήσει δύο ποτήρια νερό. Κι εκεί που κοιτάς τον κατάλογο και ως γνωστή αναποφάσιστη δεν ξέρεις τι να πάρεις,σε ρωτάει: Να προτείνω; Κι ενώ από μέσα σου θες να φωνάξεις “Πρότεινε εσύ, γιατί χανόμαστε”, αρκείσαι σε ένα “ναι”. Κι εκείνος παίρνει πρωτοβουλία, γεμίζει ένα ποτήρι με πάγο, ανοίγει το ψυγείο και βγάζει έναν μηλίτη Somersby.
Αφού δοκιμάσεις ξέρεις ότι ο μηλίτης θα γίνει το ποτό σου για πολλούς λόγους. Κι επίσης ξέρεις ότι μόλις ένας μπάρμαν έσωσε το βράδυ της Παρασκευής σου – και ίσως και κάθε καλοκαιρινό βράδυ σου από εδώ και πέρα.