Σε προηγούμενο Office Laundry έχουμε συζητήσει για τα ρεζιλίκια των ραντεβού. Εκείνα που έκαναν τον άλλον να σε θέλει λίγο πιο πολύ ή να μη σε ξαναπάρει τηλέφωνο γιατί παντρεύτηκε όσο υπήρχε χρόνος ώστε να μην μπει στη διαδικασία να ξαναβγεί ένα τέτοιο ραντεβού. Σήμερα όμως, η επιτροπή (εμείς εδώ, δηλαδή) αποφάσισε να το πάει ένα level παραπάνω. Δεν θα σου πω άλλα, απλώς διάβασε παρακάτω να μας καμαρώσεις.
Η επική γλίστρα της Δήμητρας Πράνταλου
Κατ’αρχήν πριν σου εκμυστηρευτώ την πιο ρεζίλιτωνσκυλιών στιγμή μου, να σου δηλώσω ότι γενικά σαν άνθρωπος δεν θέλω να τραβάω την προσοχή του κόσμου. Τουλάχιστον, όχι συνέχεια. Οπότε καταλαβαίνεις ότι όταν ζω κάτι εξευτελιστικό, θέλω με κάποιο μαγικό τρόπο να σταματήσω να υπάρχω στον χώρο. Έτσι ακριβώς ένιωσα, όταν σε ένα ραντεβού μου με κάποιον που μ’αρεσε πολύ, τα πράγματα δεν ξεκίνησαν πολύ ιδανικά. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Είχαμε δώσει ραντεβού στο κέντρο, στο οποίο ήμασταν και οι δύο στην ώρα μας, παρ’όλο που έβρεχε καταρρακτωδώς (το χειρότερο μου, γενικά). Έτσι λοιπόν κατευθυνθήκαμε γρήγορα σε ένα μαγαζί, για να γλιτώσουμε το πολύ βρέξιμο. Μπαίνοντας σε αυτό, ο πάνω χώρος ήταν ήδη γεμάτος, γι’αυτό αναγκαστήκαμε να οδηγηθούμε στον κάτω. Δώσε βάση τώρα. Επειδή ήταν και gentleman, με αφήνει να κατέβω πρώτη. Γοητευμένη εγώ, ξεκινάω να κατεβαίνω τα σκαλιά. Η συμφορά ήρθε όταν στο τέταρτο περίπου σκαλί, γλιστράω με το ένα πόδι να βρίσκεται στον αέρα και το άλλο να μετράει μαζί με τα οπίσθια μου τα υπόλοιπα σκαλιά. Το αποτέλεσμα ήταν να γυρίσει όλο το μαγαζί, ο σερβιτόρος να τρέχει να δει αν είμαι καλα, ενώ το ραντεβού μου χωρίς να γελάσει παρ’όλο που είδε να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του η τούμπα (πήρε bonus από αυτό) να με σηκώνει. Εννοείται ότι δεν είπα σε κανέναν ότι υπέφερα απ’τον πόνο και το έπαιζα ανετίλα κι έτσι. Ωστόσο, να σου πω ότι είχε δημιουργηθεί μια τεράστια μελανιά, η οποία είχε παραμείνει αρκετές ημέρες.
Ο γκομενικός Γιάννης Μαργέτης
Το πιο εξευτελιστικό πράγμα που μου έχει συμβεί δημοσίως έγινε όταν ήμουν στο λύκειο. Κάποιος κιαρατάς (θα τον βρω όμως δε θα τον βρω; ακόμα τον ψάχνω) πήγε και είπε κάτι ψέματα σε ένα γκομενάκι για μένα (ότι την έβρισα; κάτι τέτοιο δε θυμάμαι) και ήρθε η δικιά σου σε μία εκδήλωση του σχολείου ένα βράδυ και μου έριξε μία μπάτσα μπροστά σε όλους… ακόμα πονάω! Η ρουφιάνα ήρθε μπαμπέσικα ούτε που την είδα! Τραυμάτισε την ευαίσθητη ψυχή μου…
Ο πολύ φιλικός καθηγητής της Billie Κορδούλη
Έχουν υπάρξει πολλές δημόσιες άβολες στιγμές μέχρι τώρα. Και ξέρω φυσικά ότι θα έρθουν και άλλες (ακόμα πιο εξευτελιστικές).
Πηγαίνοντας να δώσω μάθημα της εξεταστικής στη σχολή μου λίγα χρόνια πριν, συναντώ λίγο πιο πέρα από την αίθουσα έναν κύριο, με τον οποίο πιάνουμε την κουβέντα σχετικά με το μάθημα που δίνω (περιττό να αναφέρω ότι ουδέποτε είχα πατήσει το πόδι μου στο μάθημα). Εγώ να κάθομαι και να του εξηγώ με κάθε λεπτομέρεια ότι κάποια σημεία της ύλης «δεν παλεύονται» και έχουν γίνει με συνοπτικές διαδικασίες σκονάκι (ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ). Τελειώνοντας λοιπόν το κατεβατό μου, χωρίς καν να έχω αναρωτηθεί σε ποιον μιλάω, ο κύριος παίρνει ένα μισό χαμογελάκι (αυτό το λίγο περιπαικτικό, λίγο ύπουλο) και μου λέει με απόλυτη σοβαρότητα πως αν ερχόμουνα στο μάθημα θα ήξερα ότι δεν θα εξεταστούμε σε όσα είχα κάνει σκονάκι. Φυσικά εγώ κατακόκκινη, καθώς μόλις συνειδητοποιούσα ότι τόση ώρα μιλούσα με τον καθηγητή του μαθήματος τον οποίο φυσικά δεν γνώρισα, αφού δεν είχα παρακολουθήσει κανένα από τα μαθήματά του. Πάλι καλά είχε την καλοσύνη να μην με κόψει στο μάθημα.
Η ελεύθερη πτώση της Αριάννας Σταθακοπούλου
Κυριακή του Πάσχα του 2015. Δουλεύω ως σερβιτόρα σε ένα μεγάλο all-day café-bar-restaurant (όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω) σε παραλιακή περιοχή. Το μαγαζί προγραμματισμένο να ανοίξει στις 3 μ.μ. λόγω ημέρας. Από τις 2.30 περίμεναν έξω από την αυλόπορτα (είχε και αυλή, και μπαλκόνι, και εσωτερικό χώρο με άλλα 40 περίπου τραπέζια) τουλάχιστον 20 άτομα, έτοιμα να μπουκάρουν με το που τους δώσουμε το πράσινο φως. Να μην τα πολυλογώ, το μαγαζί ΒΟΥΛΙΑΞΕ από κόσμο. Δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο πελάγωμα στη ζωή μου, μεγαλύτερο στρες και μεγαλύτερη κόπωση μετά το πέρας της μέρας. Σε ένα τέτοιο μαγαζί λοιπόν, είμαι η καψερή και πηγαινοέρχομαι στο πόστο μου, το οποίο ήταν στην αυλή, με δίσκους γεμάτους. Στην αυλίτσα αυτή κανονικά υπήρχαν ομπρέλες τεράστιες, από αυτές που βιδώνονται στο έδαφος, μέσα σε μεταλλικές βάσεις. Εκείνη την περίοδο όμως οι ομπρελίτσες είχαν απομακρυνθεί. Και κανονικά, αν θέλουμε να απομακρύνουμε την ομπρελίτσα, πρέπει να ξεβιδώσουμε κι αυτές τις αναθεματισμένες βάσεις από το έδαφος για να μη σκοτωθεί κάνας Χριστιανός πάνω τους. Όπως κι έγινε. Πολλάκις. Το αφεντικό, παρά τα συνεχή παράπονα για μια συγκεκριμένη βάση που βρισκόταν σε εκτεθειμένο σημείο, δεν φάνηκε να ανησυχεί ιδιαίτερα. Έτσι λοιπόν, μέσα στη γενικότερη φρενίτιδα που μας είχε καταβάλει όλο το προσωπικό, σκύβω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι να πιάσω τον φορτωμένο δίσκο με τα άπλυτα, σηκώνομαι, γυρίζω από την άλλη να φύγω σβέλτα για τη λάντζα, και σε αυτή την «άλλη» με βρίσκει η αγαπημένη δολοφονική βασούλα. Σκοντάφτω πάνω της με φόρα, σωριάζεται ο δίσκος, σωριάζομαι κι εγώ, γυρίζουν εννοείται όλοι να δουν ποια τζαμαρία συνθλίφτηκε, ποιος τράκαρε, πού έγινε η έκρηξη βρε παιδιά, κι εγώ το μόνο που θυμάμαι εκείνα τα δευτερόλεπτα είναι τρεις-τέσσερις πελάτες από το δίπλα τραπέζι να με μαζεύουν μες στην ανησυχία (και λογικό, έκανα πάταγο κυριολεκτικά). Σαν να μεταφέρθηκα στο σώμα ενός 10χρονου εαυτού μου μετά από επική κουτρουβάλα σε κατηφόρα, άρχισα να κλαίω γοερά. Το πόδι μου από το γόνατο και κάτω μούδιασε ακαριαία. Το καλάμι μου πρήστηκε δίχως αύριο! Φορούσα μακρύ παντελόνι και το είδα να ματώνει: η εικόνα μόλις σήκωσα το πατζάκι ήταν ακόμα χειρότερη. Είχα μια εξαιρετική λακουβίτσα που δε σταματούσε να βγάζει αίμα, σημάδι της πρόσκρουσης με ένα χαρακτηριστικό εξόγκωμα σαν μεγάλη βίδα στη βάση της ομπρέλας. Είχα να μαζέψω και τα σπασμένα… Εννοείται ότι συνέχισα να δουλεύω. Κουτσαίνοντας. Εννοείται ότι έχει αφήσει σημάδι… Ενάμιση χρόνο μετά, ούσα πλέον σε άλλο μαγαζί της περιοχής, βρέθηκε πελάτης να μου πει ότι με θυμάται από εκείνη την πτώση. Ήταν μέσα σε αυτούς που με βοήθησαν. Αλησμόνητο!
Η Amelie τα έκανε όλα (#διπλής) για την Όλγα Κασμά
Ε ναι λοιπόν, και σε ποιον δεν έχει συμβεί; Ένα από τα πιο εξευτελιστικά πράγματα που μου έχει συμβεί σε δημόσιο χώρο έγινε φέτος το καλοκαίρι. Ήταν βράδυ, διακοπές στο εξοχικό και λέγαμε να πάμε για ένα ποτό. Στη διαδρομή λοιπόν, πήραμε και τη μικρή Αmelie (για σένα που δεν την ξέρεις, το μικρό jack rusellaki μου) και καθώς περνάγαμε έξω από ένα μπαρ το οποίο να σημειώσω ότι ήταν γεμάτο από κόσμο η Amelie αποφάσισε να κάνει τις ακαθαρσίες της εκεί ακριβώς μπροστά στη είσοδο με όλο το κόσμο να μας κοιτάζει. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, την ώρα που σκύβω λοιπόν να τα μαζέψω έρχεται ο υπεύθυνος του μαγαζιού και μου λέει “ Κοπελιά σκούπισε τα καλύτερα εδώ”. Εντάξει τώρα ΣΟΒΑΡΑ, “ΚΑΛΥΤΕΡΑ”;
Η πλούσια Μαργαρίτα Γραμματικού
Αν το ρεζίλι ήταν όνομα και δη, χριστιανικό, η οικογένειά μου θα έπρεπε ήδη να ξέρει πως δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή για το μεσαίο παιδί τους. Γιατί σε άλλα νέα, για τις μισές φίλες μου είμαι “Το κάρφωμα” και για τις άλλες μισές “Το ρεζίλι”. Όσο λοιπόν, κι αν πίστευα ότι αυτή τη φορά το Office Laundry ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου, άλλο τόσο δεν είναι. Γιατί σκέφτομαι ένα εκατομμύριο βαρετές στιγμές ρεζιλικίου (δικιά μου λέξη) που σίγουρα έχουμε ζήσει όλοι. Τζαμαρίες, πεσίματα αποτυχίες (όχι εγώ, μια φίλη μου), ανοιχτά φερμουάρ και βρακιά να φαίνονται από see through ρούχα. Το χειρότερο όλων όμως δεν είναι αυτά αλλά σε εκείνο το οικογενειακό τραπέζι, που ως γνωστό ατσούμπαλο πλάσμα, έσπασα μια πιατέλα. Από τις καλές. Ξέρεις από εκείνες που περνάει από τη γιαγιά της γιαγιάς σου. Τις ίδιες που κάνουν μια μικρή περιουσία και έχει πάνω της κρυστάλλινα ποτήρια. Ε, και η δική μου πιατέλα είχε. Και μετά δεν είχε πια. Πλούσιοι, τι περιμένεις; (Για μένα λέω, ε.)
Η φιλάνθρωπη Γεωργία Κωτσιοπούλου
Η πιο αστεία στιγμή εξευτελισμού εκτός σπιτιού είναι.. πολλές. Γενικά, μιλάω σε κούκλες σε καταστήματα και τους ζητάω συγνώμη όταν τις σκουντάω, η πιο πρόσφατη είναι όταν έδωσα 50λεπτά σε μια κυρία έξω από σούπερ μαρκετ ενώ απλά περίμενε τον άντρα της.
Τα μάτια στον δρόμο, Παναγιώτα Φελλούρη
Αν δεν έχεις χρησιμοποιήσει κάρτα απεριορίστων διαδρομών δεν θα καταλάβεις τι ξενέρα είναι όταν φτάνει 2 του μήνα και δεν την έχεις ανανεώσει οπότε πρέπει να “χτυπήσεις” εισιτήριο. Επίσης, αν δεν έχεις περιμένει λεωφορείο για 55 ολόκληρα λεπτά νομίζω δεν θα θα καταλάβεις την ανείπωτη χαρά μου όταν 2 λεπτά αφού έφτασα στην στάση είδα να έρχεται το λεωφορείο μου. Το λεωφορείο – φάντασμα για την ακρίβεια, το 140. Και έτσι χαρούμενη και φορτωμένη με τσάντα και βιβλία μπήκα από την τελευταία πόρτα. Εκείνη τη στιγμή ήμουν πολύ χαρούμενη που θα έφτανα στην ώρα μου στη δουλειά ώστε να αντιληφθώ ότι Σύμπαν, Μέρφι, αδράνεια και μηχάνημα ακύρωσης εισιτηρίου είχαν κάνει συμφωνία να… γελάσουν λίγο με εμένα. Το πίσω μηχάνημα λοιπόν δεν λειτουργούσε οπότε έπρεπε να πάω στο μπροστινό. Ξεκινάω εγώ για μπρος -με απασχολημένα χέρια- ξεκινάει και το λεωφορείο. Πρώτο καμπανάκι. Σταματάει απότομα το λεωφορείο για να στρίψει αριστερά. Δεύτερο καμπανάκι, το οποίο με βρίσκει να φεύγω πολύ πιο μπροστά από το μηχάνημα. Και εκεί που προσπαθώ να ανασυνταχθώ με λίγο πιο έντονο το ύφος “έλα δεν τρέχει κάτι σιγά” στο πρόσωπό μου, από ότι δικαιολογούσε η κατάσταση, ο δρόμος είναι ελεύθερος και το λεωφορείο στρίβει αριστερά. Τρίτο καμπανάκι. Τι καμπανάκι δηλαδή, σήμαντρο! Άτιμο πράγμα η αδράνεια παιδιά. Φεύγω δεξιά και προσγειώνομαι ανώμαλα μεν, σε κάθισμα κενό δε. Ευτυχώς. Ένα “πιο σιγά ρε άνθρωπε, θα μας σκοτώσεις” που ακούστηκε από έναν συνεπιβάτη προς τον οδηγό, δεν μείωσε διόλου το ξεφτιλίκι αφού έκανε ΌΛΑ τα κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος μου και τον οδηγό να κοιτάξει από τον καθρέφτη.
Μάζεψα τα βιβλία μου, πήρα την ελαφρώς πατζαρί μούρη μου και χτύπησα το εισιτήριό μου. Πηγαίνοντας πίσω (για να μην με βλέπουν πολλοί) υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναξεχάσω να βγάλω κάρτα απεριορίστων διαδρομών ποτέ!