Τα γενέθλιά μου εκείνα δεν λέω να τα ξεχάσω. Ήταν ακόμα οι εποχές των μεγάλων συναθροίσεων, όλο το σόι σε ένα σπίτι που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον διπλάσιων τετραγωνικών για να χωράμε πραγματικά. Αλήθεια, έχει γούστο αυτό το «οι εποχές των μεγάλων συναθροίσεων» να γίνει το παλιό «οι εποχές των παχουλών αγελάδων».
Τέλος πάντων δεν μπορώ να τα ξεχάσω τα γενέθλια εκείνα και για όλα φταίνε κάτι τυρομπαλάκια. Είχα βρει μια συνταγή απίστευτη για μπαλάκια τυριού με επικάλυψη από καβουρδισμένο και στη συνέχεια θρυμματισμένο μπέικον. Τα είχα φτιάξει για το καλωσόρισμα βασικά, για το πρώτο ποτήρι κρασί πριν σερβίρουμε τα φαγητά.
Κι αφού δοκιμάζει ο πρώτος συγγενής κι αφού ενθουσιάζεται κι αφού χαίρομαι σα μικρό παιδί -είναι και δύσκολος ο συγκεκριμένος-, ξαφνικά τον ακούω να λέει “πολύς κόπος όμως βρε παιδί μου για το τίποτα, ήταν ανάγκη να καβουρδίζεις και να θρυμματίζεις και να τυλίγεις; Ας έβαζες τα τυριά σε μια πιατέλα να παίρνουμε με οδοντογλυφίδες κι ας έβαζες και λίγο μπέικον εκεί δίπλα”.
Αυτό ήταν. Κάπου εκεί, η χαρά του μικρού παιδιού άρχισε να γκρεμίζεται μέσα μου σαν το στερέωμα των ονείρων στο Inception όταν κάτι πήγαινε στραβά με το υποσυνείδητο ή το ενσυνείδητο ή δεν ξέρω κι εγώ τι, μην παριστάνω κι ότι την κατάλαβα ποτέ αυτήν την ταινία.
Μαζεύω τα κομμάτια μου και πάω στην κουζίνα, είχα κι ένα τραπέζι να γεμίσω με όλα όσα είχα φτιάξει. Κι εκεί μου σκάει. Όχι, σαφώς και δεν ήταν ανάγκη. Βασικά, τίποτα δεν είναι ανάγκη αν το σκεφτείς. Ούτε καν το να μαγειρεύεις, μπορείς να επιβιώσεις και με μία φρατζόλα ψωμί και ένα κομμάτι τυρί. Αλλά το μεράκι; Πού πήγε το μεράκι;
Το μεράκι μας, η λέξη αυτή που δεν μεταφράζεται και οι ξένοι χρησιμοποιούν ολόκληρη πρόταση για να την περιγράψουν: να κάνεις ό,τι κάνεις με αγάπη, με πάθος, αφοσίωση και φροντίδα.
Μεράκι στη δουλειά
Τώρα θα σε ρωτήσουν «Τι δουλειά κάνεις;», ενώ κάποτε ρωτούσαν «Τι επαγγέλλεσαι;», δηλαδή «Τι υπόσχεσαι;». Κοιτώντας πίσω λοιπόν καταλαβαίνεις πως η δουλειά δεν είναι τίτλοι, ωράρια και χαρτιά, δεν είναι αγγαρεία. Είναι ένα σύνολο από αξίες, ταλέντο, χαρακτήρα και ψυχή, που όλα μαζί δημιουργούν αυτό που έχεις να προσφέρεις και ναι, προφανώς αυτό από το οποίο τελικά θα βιοποριστείς. Αλλά για να το πετύχεις, θέλει μεράκι. Χωρίς αυτό η μετριότητα είναι δεδομένη, αφού δεν επενδύεις στα όνειρα και στο είναι σου.
Θυμάμαι πάντα εκείνη τη φορά που παρήγγειλα φαγητό από το ινδικό της γειτονιάς και η σακούλα έγραφε πάνω με μαρκαδόρο χρωματιστό «Καλή σας όρεξη!». Ήταν τόσο απλό για εκείνους πάνω στο φόρτο της εργασίας τους απλά να μου στείλουν τη σακούλα, άλλωστε δεν είχα κάποια παραπάνω απαίτηση από το να παραλάβω απλώς το φαγητό μου. Με μια σκέψη όμως τόσο τρυφερή και το πολύ ένα λεπτό από το χρόνο τους με γέμισαν χαρά και ζεστασιά και βέβαια, με κέρδισαν και για τις επόμενες φορές.
Μεράκι στον έρωτα
Σε ένα σημείωμα πίσω από την πόρτα, έστω δυο λέξεις -σ’ αγαπώ-, να το δει όταν φεύγει για τη δουλειά. Σε ένα σκίτσο -μια φατσούλα που κλείνει το μάτι- στο τζάμι του αυτοκινήτου του να το δει όταν δεν θα μπορεί να φύγει για τη δουλειά γιατί θα το έχει στρώσει χιόνια παντού. Στο αγαπημένο του γλυκό που θα πάρεις και θα τον περιμένεις κάτω από τη δουλειά μια μέρα που δεν θα έχει ούτε γενέθλια ούτε γιορτή ούτε κανέναν απολύτως λόγο να το περιμένει.
Σε όλα αυτά και σε άλλα μικρά ή μεγαλύτερα, όταν βάλεις το μεράκι σου, συνειδητοποιείς ότι χωρίς αυτό όλα μοιάζουν να μην έχουν νόημα, ουσία και κυρίως προσδοκία. Και έρωτας χωρίς προσδοκία τι είναι; Μελομακάρονο χωρίς μέλι και καρύδια, αυτό είναι. Μπαίνει και η εποχή τους σιγά-σιγά, ξεσκονίζουμε τις συνταγές μας, δεν θέλω να ξεχνιόμαστε.
Μεράκι στο σπίτι
Πηγαίνοντας σε ένα ξενοδοχείο, πάντα με το που μπαίνω στο δωμάτιο λιμπίζομαι το κρεβάτι. Και δεν είναι ότι φταίει το δικό μου το κρεβάτι, είναι η όλη εικόνα που με κάνει και το λαχταράω. Ταιριαστά σεντόνια, ωραίες μυρωδιές, καλοστρωμένο και ολόισιο, με καλεί για ύπνους σαν στα σύννεφα. Κι έτσι το συνειδητοποίησα. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και στο σπίτι μας. Την επόμενη φορά που θα στρώσουμε το κρεβάτι, μπορούμε να δώσουμε δύο λεπτά παραπάνω από το χρόνο μας, να ταιριάξουμε τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες, να διαλέξουμε χρώματα που μας χαλαρώνουν και να τα στρώσουμε όσο πιο καλά μπορούμε αντί απλώς να τα στρώσουμε. Το βράδυ θα μας πούμε ευχαριστώ.
Το ίδιο και στην κουζίνα. Η τυρόπιτα που μόλις έψησες, σου ορκίζομαι ότι για κάποιο μυστήριο λόγο είναι πιο νόστιμη αν διαλέξεις τον πιο ρουστίκ δίσκο σου για να τη σερβίρεις, παρά αν την αφήσεις μέσα στο μαύρη-είναι-η-νύχτα-στα-βουνά-ταψί του φούρνου. Κι αν βγεις και στο μπαλκόνι σου και κόψεις ένα κλαράκι από τη γαρδένια σου και το βάλεις σε ένα ποτηράκι και το ακουμπήσεις στην τραπεζαρία δίπλα στο ρουστίκ δίσκο, εκεί να δεις νοστιμιά η τυρόπιτα.
Μεράκι σε όλα στη ζωή
Ήρθε η εποχή να φτιάξουμε ντουλάπες. Εντάξει, το καθυστερούμε όσο γίνεται, αλλά η ανάγκη θα μας φέρει προ των πυλών σύντομα. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν αν το κάναμε με μεράκι; Αν χωρίζαμε τα ρούχα σε αγαπημένα, σε πιο πρόχειρα, σε χρώματα, αν βάζαμε ωραία πουγκάκια με μυρωδικά ώστε όποτε ανοίγουμε την ντουλάπα να μας γαργαλάνε υπέροχες μυρωδιές λεβάντας;
Και βέβαια, πόσο πιο ευχάριστα θα το κάναμε όλο αυτό αν αποφασίζαμε να δούμε ποια ρούχα έχουμε καιρό να φορέσουμε και τα βάζαμε ξεχωριστά σε σακούλες να τα κάνουμε δώρο σε όσους τα έχουν πραγματικά ανάγκη;
Και πάμε πάλι πίσω στις εποχές των μεγάλων συναθροίσεων. Ναι, η πιατέλα τυριών ήταν η εύκολη λύση. Όμως τα τυρομπαλάκια, μου είχαν ήδη δώσει τη χαρά της δημιουργίας, του κάτι παραπάνω, την αίσθηση της φροντίδας απέναντι σε όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα που θα τα απολάμβαναν και θα ένιωθαν τη φιλοξενία μου. Κι αυτό τελικά μπορούσε να νικήσει κάθε «δεν ήταν ανάγκη».
first published: Νοέ 4, 2020