Καθώς περνάει ο καιρός και κάνεις μια μικρή «σούμα» των ανθρώπων γύρω σου, βγάζεις μερικά δικά σου συμπεράσματα. Εκείνη την εποχή, στο τέλος τ’ Αυγούστου, που το καλοκαίρι φτάνει στο τέλος του, τα βράδια -με εκείνους που αγαπάς και μισείς ταυτόχρονα- τελειώνουν και εσύ γυρνάς πάλι πίσω στην πόλη. Σε ένα τόσο μεγάλο κέντρο, για έναν τόσο μικρό άνθρωπο.
Τα καλοκαίρια όμως, όταν τελειώνουν, τελειώνουν μαζί με νέες γνωριμίες ανθρώπων που έκανες στο νησί, στο πλοίο, σε κάποιο περαστικό λιμάνι. Ανθρώπους που γνώρισες σε κάποιο χαλαρό μπαρ των Κυθήρων ή στο μπιτσόμπαρο της Αντίπαρου. Σε κάποιο πανηγύρι της Ικαρίας ή κάποιο κλασικό καφενείο της Πάτμου. Ανθρώπους που γνώρισες κάτω από το φως του φεγγαριού και μερικά σφηνάκια παραπάνω, και ανθρώπους που γνώρισες χαρά Θεού, με έναν καφέ στο ένα χέρι και μια πετσέτα στο άλλο. Και όλοι αυτοί, είναι οι άνθρωποι της ζωής σου.
Άνθρωποι μένουν, άνθρωποι φεύγουν. Αναμνήσεις, στιγμές και λεγόμενα που πλανώνται γύρω μας. Φιλιά, έρωτες, πάθη που μένουν για πάντα στο νησί. Φιλίες που γυρνούν μαζί σου πίσω στην Αθήνα. Μέσα λοιπόν, σε έναν μικρό «πανικό» αγάπης και ευθυμίας, σε ένα σχεδόν άδειο καράβι γυρισμού αναρωτιέμαι αν τελικά τους καλύτερους ανθρώπους τους γνωρίζεις την ημέρα ή τα βράδια;
Να σε προλάβω τώρα και να πω πως σαφώς και οι άνθρωποι της ημέρας διαφέρουν με τους ανθρώπους της νύχτας. Όχι επειδή οι μεν είναι ενεργοί και ψυχωτικοί με το να προλάβουν τη μέρα και οι δε είναι χαλαροί και με αργούς ρυθμούς, μα γιατί όταν ο άνθρωπος που θέλει δύο ποτά παραπάνω για να μιλήσει σε μια κοπέλα το πρωί δεν λέει την καλημέρα που θα έπρεπε, υπάρχει ένα κάποιο πρόβλημα. Και φυσικά, δεν είναι όλοι έτσι, απλώς δίνω ένα παράδειγμα πάτημα.
Οι άνθρωποι της ημέρας είναι εκείνοι που θα σε προσεγγίσουν χωρίς να έχουν πιει κανένα ποτό. Θα σε γνωρίσουν στο πρωινό, θα είναι σίγουροι για τον εαυτό τους (και μετά για εσένα) και θα ξέρουν τι θέλουν. Ακόμη και αν αυτό είναι απλώς να κάνετε παρέα, μια συζήτηση, ένα μπάνιο. Αυτοί οι άνθρωποι συνηθίζουν να ξέρουν τι κάνουν, να έχουν ήδη περάσει τη φάση του ‘γίνομαι λιώμα’ και οι διακοπές μου είναι τόσο χαλαρές που δε κομπλάρω να μιλήσω σε κάποια. Την ημέρα βλέπεις, όλοι μας, είμαστε πιο σίγουροι γι’ αυτό που είμαστε, αυτό που θα πούμε και αυτό που θα κάνουμε. Και η λογική μας βρίσκεται καλά στην επιφάνεια.
Από την άλλη, οι άνθρωποι της νύχτας είναι εκείνοι που στην πραγματικότητα θέλεις στη ζωή σου. Είναι εκείνοι που εκπέμπουν έναν χ,ψ ερωτισμό παραπάνω και σε προσεγγίζουν όσο πιο χαλαρά γίνεται με ένα ποτό στο χέρι. Άνθρωποι που κρύβουν ανασφάλειες και δεν είναι σίγουροι για τίποτα. Όμως αυτοί είναι οι άνθρωποι που μας γοητεύουν. Κάθε φορά που περνούν, κάθε φορά που μιλούν.
Αν θέλεις λοιπόν, την δική μου γνώμη σε όλο αυτό είναι πως έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, είναι μεγάλο λάθος το να κατηγοριοποιείς τους ανθρώπους που έχεις (ή είχες) σε αυτή. Παρ’ όλα αυτά το κάνεις. Συγκρίνεις γνωριμίες που έκανες κάποιο πρωινό στο κοντινό καφέ πριν τη δουλειά και γνωριμίες που έκανες κάτω από τον χαμηλό φωτισμό ενός μπαρ. Σοβαρές και γελοίες. Σημαντικές και ασήμαντες. Μα αν τα βάλεις κάτω, θα δεις πως είτε ο άνθρωπος είναι της νύχτας, είτε είναι της ημέρας, το ίδιο αληθινός και απτός μπορεί να είναι. Το ίδιο μαλάκας και περαστικός. Το ίδιο αστείος και φιλικός. Ό,τι και να είναι, δεν ξέρω αν τελικά μπορώ να ξεχωρίσω το ποιος είναι καλύτερος. Μπορώ όμως σίγουρα να σου πω πως άνθρωποι φεύγουν και άνθρωποι μένουν. Εσύ μπορείς απλώς να διαλέγεις εκείνους που θέλεις και εκείνους που δεν θέλεις και ίσως, αν χρειαστεί, να μάθεις να αποδέχεσαι πως μερικοί που θέλεις να μείνουν φεύγουν και άλλοι που θέλεις να φύγουν μένουν. Τουλάχιστον μέχρι να τους διώξεις εσύ.