Σου φτιάχνω στα γρήγορα μια εικόνα: Εσύ, γύρω στα τρία σου, μόλις που έχεις αρχίσει να φτιάχνεις τις πρώτες σου κουβέντες με ειρμό αφήνοντας πίσω σου δια παντός τις άναρθρες κραυγές.
Ή τουλάχιστον προς το παρόν, μέχρι να κάνεις την πρώτη σου ερωτική σχέση. Εκεί να δεις κραυγές. Και άναρθρες. Δυο χρόνια πίσω όταν ήθελες κάτι έκλαιγες, αργότερα το έδειχνες με το δάχτυλο. Τώρα είσαι σε θέση να το βάλεις σε λέξεις. Η τάση πάντως είναι η ίδια. Δεν γνωρίζεις ποια είναι η αιτία που το θες, απλά το εκφράζεις. Με όλη σου τη δύναμη. Έτσι είναι τα παιδιά εξάλλου, αυθόρμητα ειλικρινή. Αυτή είναι και η γοητεία τους.
«Θέλω». Πόσες θυσίες κρύβουν μέσα τους τέσσερα μόλις γράμματα; Και πόσο απροετοίμαστος είσαι για αυτό.
Άραγε σου είπε κανείς ότι ίσως να μην είσαι ικανός όσο κι αν το θες. Σκληρό ε; Απαιτεί κιλά ειλικρίνειας να το αποδεχτείς αλλά σε γλιτώνει από απογοήτευση και χρόνο.
Στα δικά μας τώρα. Σε κάνω μια μεταφορά στον χρόνο και σε πάω σε ένα τεράστιο κτήριο, μια πολυεθνική εταιρία. Εσύ πλέον σαράντα-τρία και με ελαφριά αραίωση στους κροτάφους.
Στέλεχος και μάλιστα καλοπληρωμένο. Ούτε άναρθρες κραυγές, ούτε δάχτυλα που δείχνουν, μόνο κλάματα καμιά φορά. Εσωτερικά. Πνιχτά. Από αυτά που αφήνεις ελεύθερα όταν κανείς άλλος δεν είναι μπροστά. Έτσι κι αλλιώς, το ξέρεις πια καλά, τον εαυτό σου δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις. Το μέσα σου κλωτσάει σε κάθε προσπάθειά σου να σκαρφιστείς το επόμενο ψέμα σου. Επαναστατεί.
Κατεβαίνεις με φόρα τη σκάλα και μπαίνεις στην τουαλέτα. Κοιτιέσαι στον καθρέπτη. Είναι παλιός και λίγο βρώμικος, αρκετός όμως για να παρατηρήσεις τις πρώτες σου ρυτίδες. Θα ευχόσουν να είναι εκείνες που μας λένε ότι σχηματίζονται όταν γελάμε. Κρίμα, είναι από τις άλλες. Τις αναπόφευκτες. Του χρόνου.
Κλαις. Κλαις δυνατά πια, όχι πνιχτά. Πότε ήταν η τελευταία άραγε φορά που ξέσπασες; Φορούσες κοστούμι ή όχι ακόμη;
«Στη ζωή αγάπη μου δεν υπάρχει μόνο το τι θες, αλλά και το τι πρέπει», σοφή κουβέντα του μπαμπά είναι αυτή. Και χρήσιμη. Εγώ όμως κράτησα και μια άλλη του παππού- όπως και να το κάνουμε του έριχνε δύο δεκαετίες, κάτι παραπάνω ήξερε. «Όταν θα ντύνεσαι κάθε πρωί για τη δουλειά σου να νιώθεις ότι είναι τα πιο ωραία ρούχα που έβαλες ποτέ».
Και με αυτή την ατάκα πέθαναν πολλά «πρέπει» κάπου παρέα.
Εσύ τώρα πια γύρω στα εβδομήντα- τρία. Θα ήθελες να τελειώσεις μόνος σου την ιστορία σου ε; Λογικό. Ο άνθρωπος πάντα θα θέλει. Το ερώτημα είναι τι είναι διατεθειμένος να ρισκάρει. Τι θα άφηνε πίσω του. Άλλοι το ονομάζουν «θυσία», εγώ προτιμώ το «επιλογή».
Θα σε αφήσω να τελειώσεις εσύ την ιστορία σου. Άλλωστε δική σου είναι.
Αφού το κάνεις όμως πήγαινε σε έναν καθρέπτη, όποια κι αν είναι τώρα η ηλικία σου ρώτα τον εαυτό σου και φρόντισε τα μάτια σου να απαντήσουν με την ειλικρίνεια του παιδικού εαυτού σου και ας είναι άναρθρη κραυγή:
« Εσύ; Τι αντέχεις να χάσεις;»
Ύστερα απλά συνέχισε ό,τι έκανες.