Τι εννοείς πώς γνώρισα την Αλίκη;
Βάλε καφέ.
Η Ελένη, που ο μπαμπάς της ήταν ο δικηγόρος της Αλίκης, είχε υπογεγραμμένο τον δίσκο από το «Καμπαρέ», με το Α να είναι τεράστιο και πιο καλλιγραφικό από το υπόλοιπο, το -λίκη. «Στην Ελένη, με αγάπη, Αλίκη», απλό, ξεκάθαρο και λόγος αντιζηλίας μεταξύ των κοριτσιών που βρίσκονταν στην παρέα μας.
Εγώ, από την άλλη, ήθελα αυτόγραφο από τον Μάικ Γαλάκο, το μοιράστηκα με τον φίλο μου τον Πάνο, αλλά ο Πάνος ήταν μαμόθρεφτος και μου είπε «το αυτόγραφο από την Αλίκη είναι πιο σπάνιο». Ένα το κρατούμενο.
Καμιά δεκαριά χρόνια μετά -οκ, περισσότερα- η Αλίκη ανέβασε την Αντιγόνη στην Επίδαυρο και έφαγε τόσο κράξιμο, που η υποκριτική δεινότητα του τρένου και της Ντενίση στην Καρένινα μοιάζει με διθύραμβο κριτικής.
Δεν πήγα να τη δω στην Επίδαυρο, πήγα μετά, στην πρεμιέρα της Αθήνας, που δόθηκε στον Λυκαβηττό.
Δούλευα στον Ελεύθερο Τύπο τότε, θεατρικό ρεπορτάζ, είπα στον κύριο Βαγγέλη, τον αρχισυντάκτη, ότι θα πάω.
«Αφού θα πας, τεκνό, φέρε ρεπορτάζ, αλλιώς αύριο να μην έρθεις, κάτσε με τη Βουγιουκλάκη να της κάνεις παρέα. Πριν τελειώσει η παράσταση πάρε τηλέφωνο και δωσ’ το, κρατάω σελίδα ανοιχτή».
Κι αφού κράτησε ο κύριος Βαγγέλης σελίδα ανοιχτή, λίγο πριν τελειώσει η παράσταση, στο παραπέντε, κατέβηκα απο τις πρώτες θέσεις του θεάτρου και πήγα σαν το κογιότ, γρήγορα, στο υπόγειο όπου ήταν τα καμαρίνια κι ένα τηλέφωνο με κέρμα στο διάδρομο.
Είδα την Αλίκη πίσω από τη σκηνή, να κρατάει το πρόσωπό της με τα χέρια της, σκυθρωπή, σαν να μην ήθελε να ακούει τίποτα, να βγει, να πει τα τελευταία λόγια, να τη χειροκροτήσουν, να σηκωθεί να φύγει.
Ταληράκι στο τηλέφωνο, «ναι, κύριε Βαγγέλη, τεκνό εδώ», αλλά ο κύριος Βαγγέλης δεν είχε όρεξη, έτρεχε να κλείσει το αυριανό φύλλο και με ρώτησε απανωτά:
-Είχε κόσμο;
-Έκανε καμιά μαλακία ο κόσμος;
-Αυτή την είδες;
Ναι είχε κόσμο, αν και τα πάνω διαζώματα ήταν άδεια, έκανε μαλακία ο κόσμος, βασικά κάτι τσαμπατζήδες στα βράχια έκαναν, που την κράζανε σε όλη τη διάρκεια και της φωνάζανε τσιριχτά «Αλίκηηη» και ναι, την είδα, κρατούσε το πρόσωπό της σαν να έκλαιγε, σαν να ετοιμαζόταν για την τελευταία σκηνή. Μου έδωσε τον κλητήρα κι άρχισα να υπαγορεύω ένα καθαρά θεατρικό ρεπορτάζ που ουσιαστικά έγραφα εκείνη τη στιγμή, σε μια κόλλα χαρτί στο πόδι με ένα μπικ. Τι εννοείς; Παλιά είναι η ιστορία, δεν υπήρχαν λάπτοπ τότε.
Η παράσταση εντωμεταξύ είχε τελειώσει, το τηλεφώνημα στον διάδρομο δεν τελείωνε ποτέ, σαν ταινία του Αγγελόπουλου, περνάει φουριόζα η Αλίκη από μπροστά μου, ακούει ότι δίνω ρεπορτάζ, σκουντάει την αμπιγιέζ της, τη Νότα, και μετά από ένα λεπτό, η Νότα είναι δίπλα μου και περιμένει, μπάστακας, να τελειώσω το τηλεφώνημα.
-Τίνος είστε εσείς;
-Του Ελεύθερου Τύπου.
-Ααα, ωραία. Θέλει να σας γνωρίσει η Αλίκη.
Ο Ελεύθερος Τύπος, τότε, πουλούσε καμιά διακοσαριά χιλιάδες φύλλα ημερησίως -εποχές με τα πεντοχίλιαρα, τα πάμπερς και τον Ανδρέα βλέπεις- χαμός. Πρώτη εφημερίδα σε πωλήσεις.
Έρχεται και η Αλίκη με μια ρόμπα λευκή υπερπαραγωγή, βαμμένη και χτενισμένη ακόμα Αντιγόνη, τρελά αστείο θέαμα. Μου είπε:
-Πώς σε λένε εσένα και δεν σε ξέρω εγώ; Είσαι φοβερή φάτσα, να δεις που εμείς οι δύο θα γίνουμε φίλοι. Τι θα κάνεις τώρα;
Της είπα, θα πάω σπίτι μου, που το σπίτι μου είναι κοντά στο σπίτι σας και μου είπε, πριτς! Θα έρθεις μαζί μας που θα πάμε να φάμε και μετά πας εσύ στο σπίτι σου και εγώ σπίτι μου που είναι κοντά στο σπίτι σου.
Ε, και πήγαμε. Και ήταν εκεί διάφοροι και η Αλίκη έκανε σαν μαμά που υιοθέτησε ξαφνικά παιδί και μου έλεγε να φας, σαν χτικιάρικο είσαι, θα πω στον Γιαννάκη να σου δώσει κιλά, δοκίμασες απ’ αυτό; Ήμασταν φίλοι πλέον, δεν χωρούσε αμφιβολία.
Κι έφυγα μετά και πήγα να κοιμηθώ στο πατρικό μου που ήταν πιο κοντά και την άλλη μέρα η μάνα μου με ρώτησε «πώς κι έτσι;» και της λέω «είχα πάει για φαγητό με την Αλίκη». «Ποια Αλίκη;». Την Καγιαλόγλου ρε συ μάνα, ποια Αλίκη; Τη Βουγιουκλάκη. Κι άρχισε να ουρλιάζει (λίγο) η μάνα μου και πήρε μια δυο φίλες της τηλέφωνο και τους το είπε και οι φίλες τη ρωτούσαν «πες του, πόσων χρόνων είναι;».
Έφυγα για την εφημερίδα μεσημεράκι, έφτασα στον Άλιμο, το φύλλο δεν το είχα δει καν, κάθομαι στο γραφείο και πριν προλάβω να πάρω τηλέφωνο για να παραγγείλω ελληνικό, με προλαβαίνει το ντριντρίν.
-Τον κύριο Παπαϊωάννου.
-Ο ίδιος.
Μια βραχνή φωνή, ο Μπρους Σπρίνγκστιν δεν ήταν, για γυναίκα κάνει.
-Γιατί αγόρι μου το έκανες αυτό;
-Ποιο και ποιος είναι.
-Η Αλίκη. Εφημερίδα δεν είδες;
Δεν είδα λέμε. Σηκώνομαι, το καλώδιο έτοιμο να ξεκολλήσει μέχρι να φτάσω στο απέναντι γραφείο, αρπάζω το φύλλο και παγώνω: Πάνω δεξιά, δίπλα από το τετράγωνο λογότυπο του Ελεύθερου Τύπου, μια κακοφορμισμένη άσχετη φωτογραφία της Αλίκης και η τιτλάρα έγραφε: «Έκλαιγε η Αλίκη σε άδεια καθίσματα».
Η γυναίκα του Λωτ περισσότερη ζωή είχε όταν γύρισε να δει τα Γόμορρα. Κυρία Βουγιουκλάκη μου, δεν έχω ιδέα. Το ρεπορτάζ μου γράφει κάτι τέτοιο; Δεν γράφει, με διαβεβαιώνει κι η ίδια, αλλά μου υπενθυμίζει το προφανές: Ότι εγώ έδωσα τις πληροφορίες, έστω και προφορικά.
Της ζητώ χίλια συγγνώμη, τα ανέβασα μετά στα δέκα χιλιάδες συγγνώμη και είχα σκοπό να πήγαινα και πολύ πιο πάνω, αλλά με διέκοψε και μου είπε:
«Τι κάνεις το βράδυ; Πέρνα από το σπίτι να παίξουμε μπιρίμπα».
Και πήγα. Και η ιστορία ξεκίνησε έτσι απλά, επειδή είχα ωραία φάτσα.
Οκ, εντάξει: Επειδή δούλευα στην μεγαλύτερη σε πωλήσεις εφημερίδα και η Αλίκη με ήθελε κοντά της. Οκ, οκ, και για τα δύο.
Υ.Γ. Τόσα χρόνια μπιρίμπας, εντάσεων κι ωραίων στιγμών και ένα αυτόγραφο με Α μεγάλο και καλλιγραφικό δεν ζήτησα ποτέ. Ίσως γιατί πίστευα ότι θα είναι στην παρέα μας για πολλά πολλά χρόνια ακόμα. Μηδέν εις το πηλίκον. Κρατούμενο ζίρο...
Γιώργος Παπαϊωάννου