Χθες είδα στον ύπνο μου ότι πήγα στο σχολείο για να ψηφίσω. Το εκλογικό τμήμα ήταν στο σχολείο που τελείωσα το λύκειο. Πέρασα την σιδερένια μεγάλη πόρτα του προαυλίου, περπάτησα το γήπεδο του μπάσκετ και μπήκα στο σχολείο.
Οι διάδρομοι γνώριμοι, οι μυρωδιές ξύπνησαν αναμνήσεις. Σε αυτή τη γωνία γράφαμε σκονάκια στο διάλειμμα, έξω από τις τουαλέτες κρατάγαμε τσίλιες για να καπνίσουν όσοι κάπνιζαν, μπροστά από το κυλικείο συζητάγαμε και παίρναμε σοβαρές αποφάσεις όπως αν θα κάνουμε κοπάνα την επόμενη ώρα, και τι θα βάλουμε στην εκδήλωση για να μαζέψουμε λεφτά για την εκδρομή. Κι εδώ στην μεγάλη πόρτα που βγάζει στο προαύλιο, στήναμε καραούλι για να δούμε τους ωραίους να περνάνε.
Ανέβηκα την σκάλα και πήγα στην αίθουσα που ήταν το Γ1. Στην αίθουσα που χρόνια πριν έκλεισα την πόρτα της, αποχαιρετώντας τον μικρόκοσμό μου και την κοινωνία που έζησα τόσα χρόνια για να βγω στην κοινωνία άνθρωπος. Άνθρωπος ώριμος, με ευθύνες στον εαυτό του και στους άλλους, με την ευθύνη να πράττει δίκαια για τον εαυτό του και για τους άλλους. Άνθρωπος που σέβεται και απαιτεί να τον σέβονται, που ενημερώνει και ενημερώνεται χωρίς να φανατίζεται και χωρίς να προσυλητίζεται και να προσυλητίζει. Άνθρωπος μέσα στους ανθρώπους.
Μπήκα στην αίθουσα, ψήφισα και έφυγα. Μίλησα με κόσμο που άσκησε κι εκείνος το εκλογικό του δικαίωμα. Μίλησα με κόσμο που δεν κρατούσε σημαίες και δεν φορούσε αυτοκόλλητα στην μπλούζα που έδειχναν τι υποστηρίζει. Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο “τι ψήφισες”, κανείς δεν ρώτησε με ειρωνεία τον άλλο “ελπίζω να ψήφισες το σωστό”. Κανείς δεν έκρινε τον άλλο για αυτό που είπε ή άφησε να εννοηθεί ότι ψήφισε, ούτε τον φόρτωσε με χαρακτηρισμούς. Φύγαμε για να δούμε τα αποτελέσματα λέγοντας ο ένας στον άλλο “καλή ηρεμία”.
Ξύπνησα. Και θυμήθηκα ότι στις εκλογές ο ένας λέει στον άλλο “καλό βόλι”. Και σήμερα, περισσότερο από ποτέ ήθελα να πάω σχολείο, να γυρίσω στον μικρόκοσμό μου. Κι ας πονάει η κοιλιά μου, κι ας μην έχω διαβάσει.