Όλοι μας αγαπάμε τα τζιν, διότι είναι ρούχα που μπορούν να φορεθούν τόσο σε casual όσο και σε επίσημες εμφανίσεις μας. Τα τζιν, είναι κατεξοχήν αμερικάνικο ένδυμα. Λέγεται πως από το συγκεκριμένο ύφασμα φτιαχνόταν από τα πανιά στις καραβέλες Νίνα, Πίντα και Σάντα Μαρία, με τις οποίες έφτασε ο Κολόμβος στην Αμερική, το 1492.
Αργότερα, το 1850, ο Λιβάι Στρος, ένας Βαυαρός μετανάστης, πωλούσε το ανθεκτικό καραβόπανο για την κατασκευή σκηνών. Όμως, οι χρυσοθήρες εκείνης της εποχής χρειάζονταν ανθεκτικά ρούχα, για να αντέχουν στην Άγρια Δύση. Έτσι, ο Στρος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το ύφασμα αυτό για τη δημιουργία παντελονιών, τα οποία και παρουσίασε στις 6 Ιουνίου 1850 και έγιναν ανάρπαστα.
Το όνομά τους το απέκτησαν από τη γενοβέζικη καταγωγή τους (τζένοαν) και έτσι ονομάστηκαν από τους Αμερικάνους “τζινς”. Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα, οι χρυσοθήρες διαμαρτύρονταν ότι το ύφασμα ήταν πολύ σκληρό και τους προκαλούσε διάφορους ερεθισμούς. Έτσι, ο Στρος αντικατέστησε το ύφασμα με ένα άλλο γαλλικής προέλευσης, το οποίο ονομάζονταν “Serge de Nimes” και έγινε γνωστό ως “ντένιμ”.
Επίσης ένα ακόμα πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι χρυσοθήρες στα ορυχεία ήταν το ότι σκίζονταν πολύ εύκολα οι τσέπες τους. Το πρόβλημα όμως λύθηκε, τοποθετώντας μεταλλικές κόπιτσες που φέρουν και τα σημερινά τζινς. Τα πρώτα τζιν ήταν μπεζ, όμως σταδιακά αντικαταστάθηκαν από το σκούρο μπλε, διότι λερώνονταν πιο δύσκολα. Η δερμάτινη ετικέτα, που απεικονίζει δύο άλογα να τραβούν ένα τζιν, προστέθηκε στο πίσω μέρος του παντελονιού το 1886. Η εταιρία Levi Strauss & Co, η οποία είχε ιδρυθεί από το 1853, χρησιμοποίησε αυτή την παράσταση για να διαφημίσει την ανθεκτικότητα των προϊόντων της. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το τζιν παρέμεινε ένα ρούχο εργασίας.
Με έρευνα που έχει γίνει στην Αμερική το 1958, αποκάλυψε πως το 90% των νέων φορούσε τζιν σε όλες τις περιστάσεις. Το ρεύμα των τζινς επεκτάθηκε και στην Ευρώπη, με πρωτοπόρο τον Yves Saint Laurent, το 1970, να τα παρουσιάζει στις παριζιάνικες πασαρέλες.