-Έχεις νιώσει να μη σε χωράει ο κόσμος; Πραγματικά όμως; Ρώτησα την φίλη μου τη Ρομπέρτα.
-Kairos na megalwseis μου απάντησε εκείνη, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς τη ρώτησα, γιατί είναι αυτό που πάντα έλεγε στον Δημήτρη. Ήταν το μόνο που ήξερε στα ελληνικά. Μαζί με τα σουβλάκια και τον μουσακά.
Ήμασταν στα Κύθηρα το καλοκαίρι του 2009 και μόλις είχαμε χωρίσει και οι δύο.
Μερικές μέρες πριν τις διακοπές στα Κύθηρα, έτσι τυχαία και ταυτόχρονα, το ίδιο απόγευμα κλαίγαμε στο ίδιο παγκάκι. Η Ρομπέρτα έβριζε τον Δημήτρη που την έφερε από τη Ρώμη στην Αθήνα για να την χωρίσει και εγώ έβριζα τον Θανάση γιατί μου έλεγε συνεχώς ψέματα. Για το παραμικρό. Βρεθήκαμε σ ένα παγκάκι και κλαίγαμε για μισή ώρα χωρίς να μιλάμε. Ήθελε να μιλήσει ιταλικά και ήθελα να μιλήσω ελληνικά, στα αγγλικά τίποτα δε θα περιέγραφε όσα νιώθαμε. Όταν πέρασε η μισή ώρα και δεν είχαμε άλλο κουράγιο να κλαίμε χωρίς να μιλάμε, διψάσαμε και βρεθήκαμε στο Μπρίκι. Με τα μάτια πρησμένα. Εκεί, μερικές ώρες μετά αποφασίσαμε ότι θα πηγαίναμε μαζί στα Κύθηρα, εκεί που θα πήγαινα εγώ μ΄ αυτόν σε μερικές μέρες.
Η Ρομπέρτα προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι δεν έπρεπε να κλαίω γιατί εγώ τον χώρισα, και εγώ προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι ζω το δράμα ακριβώς όπως του αξίζει. Δεν έχει σημασία ποιος απορρίπτει ποιόν αλλά ”είμαι ελληνίδα διάολε, πρέπει να ζήσω την τραγωδία”. Και τα μάτια μου γέμιζαν. Αληθινά, όχι για το δράμα, όχι για το πάθος. Γιατί το ζούσα. Κι ας είχα χωρίσει κάποιον που ήξερα μόνο 3 μήνες.
Ήμασταν που λες, στα Κύθηρα σε έναν επαρχιακό δρόμο που ενώνει δύο χωριά, όταν ακούγαμε ένα τραγούδι του Μητροπάνου στο ραδιόφωνο του νοικιασμένου αυτοκινήτου. Οδηγούσα ένα αυτοκίνητο που ήταν τόσο παλιό όσο που απορήσαμε που δεν μας το χάρισαν αντί να μας το νοικιάσουν. Είχαμε ανοιχτά τα παράθυρα και ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Έσβησα τα φώτα του αυτοκινήτου και έκανα στην άκρη. Κατεβήκαμε και χαζέψαμε τα αστέρια.
-Έχεις νιώσει να μη σε χωράει ο κόσμος; Πραγματικά όμως; Ρώτησα ξανά τη Ρομπέρτα.
-Kairos na megalwseis μου απάντησε εκείνη, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς τη ρώτησα, γιατί είναι αυτό που πάντα έλεγε στον Δημήτρη. Ήταν το μόνο που ήξερε στα ελληνικά. Μαζί με τα σουβλάκια και τον μουσακά.
Και συνεννοηθήκαμε.
Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή. Ποτέ στη ζωή μου. Αν έφτιαχνα ποτέ μια ταινία στη ζωή μου θα έβαζα πάση θυσία και αυτή τη σκηνή μέσα με κάποιον τρόπο. ”Καιρός να μεγαλώσεις” ψιθυρίζω κάθε φορά στον εαυτό μου που κάνω ένα λάθος. ”Καιρός να μεγαλώσεις” μου φωνάζω κάθε φορά που στεναχωρώ κάποιον που αγαπάω. ”Καιρός να μεγαλώσεις” καιρός να γίνεις ένας μεγάλος, κανονικός άνθρωπος. Με επιτυχίες και αποτυχίες. Με το τίμημα αυτών.
Το ίδιο βράδυ βρεθήκαμε σ ένα μπαρ, κουρασμένες από τη θάλασσα και βαριεστημένες. Θέλαμε απλά να μη μείνουμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου βλέποντας διαφημίσεις από τοπικά κανάλια. Όπως καθόμασταν σε ένα μαντράκι με τις μπύρες στα χέρια μας ένας νεαρός ήρθε μπροστά μου, πολύ κοντά μου και με ρώτησε αν ξέρω το τραγούδι που έπαιζε. Το ήξερα. Το ξέραμε όλοι. Και εγώ δεν είχα όρεξη για φλερτ γιατί ήμουν σνομπ και κανείς δεν ήταν αρκετός να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Και του είπα: Δε μ ενδιαφέρει αυτό που πας να κάνεις.
Τρεις μέρες τον έβλεπα συχνά σε διάφορα σημεία του νησιού τυχαία. Έκανα πως δεν τον έβλεπα αλλά τον πρόσεχα. Δεν ήταν άσχημος. Και πάντα με τους φίλους του γελούσε. Για να μη τα πολυλογώ ήταν ο Στέλιος. Έτσι τουλάχιστον άκουσα να τον φωνάζουν. Και για τις επόμενες 5 μέρες εμείς ψάχναμε τον Στέλιο. Αρχίσαμε να είμαστε εμείς όπου ήταν ο Στέλιος. Και περίμενα να μου μιλήσει ξανά και δε μου μίλησε ποτέ.
-”Πρέπει να φταίει το γεγονός ότι του είπες πως δεν ενδιαφέρεσαι” μου σχολίασε κάπως κοροϊδευτικά η Ράνια, η φίλη μου που ήταν στην Ελαφόνησο και το ζούσε μαζί μας. Όλο το κυνηγητό.
Στο καράβι του γυρισμού διαβάζαμε τα βιβλία μας. Η Ρομπέρτα άκουγε Γιάννη Χαρούλη στα ακουστικά της και εγώ σκεφτόμουν πόσες δουλειές έχω να κάνω πίσω στην Αθήνα.
-”Πιστεύω πως πρέπει να με παρακολουθείς όλες αυτές τις μέρες” ήρθε και μου είπε ο Στέλιος. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ. Ο οποίος ήταν στο καράβι και εμείς δεν το ξέραμε. Αλήθεια. Πως να το ξέρουμε κιόλας;
Κόντεψα να πέσω από την πλαστική καρέκλα έτσι όπως την είχα στερεώσει προς τα πίσω. Έπιασα τα μαλλιά μου σε αλογοουρά για να τον δω καλύτερα. Χωρίς να το σκεφτώ σηκώθηκα, εντελώς φυσικά, και περπατήσαμε. Σα χορευτικό.
-“Δε σε παρακολουθούσα. Φυσικά.” επέμεινα ότι δεν ενδιαφέρομαι.
-“Εντάξει. Ήθελα όμως να το ρωτήσω”
-“Τέλος οι διακοπές;” του είπα για να συνεχίσω την κουβέντα μας.
-“Έπρεπε να γλιτώσω από σένα” μου είπε γελώντας και εγώ σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε 4 παιδιά και να τα πούμε Ιόλη, Μαργαρίτα, Αλέξανδρο και Θοδωρή.
Ο Στέλιος. Ο Στέλιος.
Το ήξερες ότι το πλοίο από τα Κύθηρα κάνει μόνο 2μιση ώρες για τη Νεάπολη; Τόσο κάνει και μη το πάρεις ποτέ αν νιώθεις ερωτευμένη με έναν άγνωστο. Στο λέω εγώ.
Ο Στέλιος κατέβηκε από το πλοίο μαζί μας και με τους φίλους του. Με βοήθησε με τις βαλίτσες μου και μου έδωσε το χέρι.
-“Μου άρεσες πολύ εκείνο το βράδυ αλλά και σήμερα. Χάρηκα πολύ και να περνάς πάντα όμορφα”
-Έχεις νιώσει να μη σε χωράει ο κόσμος; Πραγματικά όμως; Ρώτησα την φίλη μου τη Ρομπέρτα στο αυτοκίνητο.
-Kairos na megalwseis μου απάντησε εκείνη, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς τη ρώτησα, γιατί είναι αυτό που πάντα έλεγε στον Δημήτρη. Ήταν το μόνο που ήξερε στα ελληνικά. Μαζί με τα σουβλάκια και τα μουσακά.
Και συνεννοηθήκαμε.