grandpa1

Δεν τα θυμάμαι όλα ακριβώς. Θυμάμαι οτι ήμασταν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς και ότι ήταν εκεί ο γιατρός. Θυμάμαι τον γιατρό να βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα, να μπαίνει στην τραπεζαρία  με τους μεγάλους, να κλείνουν την πόρτα κι εγώ να κάθομαι με την αδερφή μου να καθόμαστε στο σαλόνι. Θυμάμαι οτι έλεγα στην αδερφή μου πόσο χαιρόμουνα που αύριο θα πηγαίναμε να πάρουμε δώρα με τον θείο μας και θα γυρνάγαμε σπίτι να τα δείξουμε στον παππού και να παίξουμε μαζί του. Θυμάμαι την αδερφή μου να μου λέει να κάνω ησυχία γιατί ο παππούς ήταν άρρωστος. Θυμάμαι να της λέω πως απλά είχε ξαπλώσει, δεν ήταν άρρωστος, γιατί οταν πήγα στο δωμάτιο του του είπα μια «κακιά λέξη» και γέλαγε. Αν ήταν άρρωστος, δεν θα γέλαγε.

Ο παππούς μου ήταν φίλος και σύμμαχός μου σε κάθε «κακό» που έκανα.

Ο παππούς πάντα γέλαγε οταν έλεγα μια «κακιά λέξη» και οι άλλοι με μαλώνανε, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε που με μαλώνανε γιατί γέλαγε ο παππούς μου. Και ο παππούς μου ήταν φίλος και σύμμαχός μου σε κάθε «κακό» που έκανα. Όπως τότε που αντέγραψα στην ορθογραφία και με έπιασε η δασκάλα και το είπε στην μαμά μου και με μάλωσε. Και εγώ έκλαιγα και ο παππούς μου χαμογέλαγε και με χάιδευε και με ψευτομάλωνε «τι έκανες βρε; Τι έκανες; Έλα, δεν πειράζει. Δεν θα το ξανακάνεις ε; Να, το είπε, δεν θα το ξανακάνει», και μου έδινε κρυφά σοκολάτες.

Ο παππούς απλά είχε ξαπλώσει δεν ήταν άρρωστος όπως είχε αρρωστήσει εκείνη τη φορά που καθόμασταν στη βεράντα και ξαφνικά δεν ένιωσε καλά και σηκώθηκε απότομα η γιαγιά και έλεγε «το χάπι, το χάπι», και έτρεξα εγώ να φέρω το χάπι για να γίνει καλά ο παππούς μου. Ο παππούς μου ήταν άρρωστος όταν τον πηγαίναμε στο νοσοκομείο να «του καθαρίσουν το αίμα» και γύρναγε σπίτι, αυτό προσπαθούσα να εξηγήσω στην αδερφή μου. Τότε ήταν άρρωστος ο παππούς μας, όχι τώρα που ήταν απλά ξαπλωμένος. Αύριο θα σηκωνότανε και θα παίζαμε με τα καινούργια παιχνίδια.

Δεν πρόλαβα να της τα εξηγήσω όλα αυτά γιατί άνοιξε η πόρτα της τραπεζαρίας και βγήκαν οι μεγάλοι με τον γιατρό. Θυμάμαι η μαμά και η γιαγιά έκλαιγαν και ο μπαμπάς και ο θείος είχαν κατεβασμένο το κεφάλι. Θυμάμαι ο μπαμπάς πήρε την αδερφή μου πιο εκεί και κάτι της είπε. Μάλλον κάτι σοβαρό θα της είπε γιατί πάντα τα σοβαρά τα μάθαινε πάντα η αδερφή μου γιατί ήταν μεγαλύτερη. Θυμάμαι η μαμά με πήρε από το χέρι και μου είπε πως εκείνο το βράδυ θα έμενα με την αδερφή μου στον άλλο μας θείο, στον αδερφό του μπαμπά, γιατί εκείνη και ο μπαμπάς θα καθόντουσαν με τον παππού και τη γιαγιά και τον αδερφό της, τον άλλο μας θείο, μήπως χρειαζόταν κάτι ο παππούς γιατί ήταν άρρωστος. Θυμάμαι ότι τη ρώτησα αν μπορούσα να κάτσω κι εγώ εκεί γιατί ήξερα ποιο ήταν το χάπι που τον έκανε καλά. Θυμάμαι με αγκάλιασε και μου είπε να τον χαιρετήσω.

«Καλά θα είμαι. Εσύ να είσαι καλά και να λες “κακές λέξεις” για να γελάμε. Κι άμα γελάς εσύ θα γελάω κι εγώ»

Θυμάμαι μπήκα  στο δωμάτιο να τον χαιρετήσω και έκανα ησυχία. Τον κοίταζα που ήταν ξαπλωμένος και ανέπνεε δύσκολα. Τον κοίταζα, θυμάμαι. «Έλα εδώ», μου έκανε νόημα. «Έλα». Πήγα κοντά στον παππού μου. «Παππού φεύγω. Θα μείνουμε στον θείο σήμερα με την αδερφή μου, οι άλλοι θα κάτσουν εδώ γιατί είσαι άρρωστος και θα σε προσέχουν. Θα ήθελα να κάτσω κι εγώ να σε προσέχω αλλά δεν με αφήνουν παππού». «Να πάτε στον θείο και να παίξετε με τις ξαδέρφες σας. Και να μην ανησυχείτε για εμένα», είπε και χαμογέλασε. «Θα είσαι καλά παππού; Θα γίνεις καλά; Αύριο θα πάμε για τα δώρα, ναι; Και θα στα φέρουμε να παίξουμε, ναι;», τον ρώτησα με αγωνία. «Καλά θα είμαι. Εσύ να είσαι καλά και να λες «κακές λέξεις» για να γελάμε. Κι άμα γελάς εσύ θα γελάω κι εγώ», «Φεύγω παππού, σ’ αγαπάω», «Όχι όσο εγώ», «Εγώ σε αγαπάω μέχρι τον ουρανό», «Εγώ πιο πάνω», είπε και με αγκάλιασε. Τον φίλησα και βγήκα από το δωμάτιο.

Θυμάμαι πήγαμε στο σπίτι του άλλου θείου. Θυμάμαι εγώ έπαιζα με τις ξαδέρφες μου, είχαμε κρυφτεί κάτω από το τραπέζι. Θυμάμαι χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε ο θείος, μίλησε λίγο, το έκλεισε και φώναξε την αδερφή μου. Κάτι της είπε και εκείνη έκλαιγε. Έκλαιγε πολύ. Θυμάμαι πήγα κοντά της, τη ρώτησα γιατί κλαίει και δεν απάνταγε, μόνο με κοίταγε. Γιατί έκλαιγε; Μήπως δεν θα πηγαίναμε να πάρουμε τα δώρα; Ο θείος μου μου είπε πως ο παππούς μου με αγαπάει. Από όπου και να είναι πια. «Ο παππούς μου είναι σπίτι», του είπα. Δεν καταλάβαινα πολλά. Θυμάμαι μας έβαλαν για ύπνο. Την επόμενη μέρα γυρίσαμε σπίτι μας. Η μαμά και ο μπαμπάς δεν ήταν εκεί. Ήταν «στο σπίτι της γιαγιάς», μου είπε η θεία. «Και του παππού», της είπα ενώ εκείνη με έντυνε με τα καλά μου.

«Είναι εκεί που πάνε οι άνθρωποι όταν σταματάνε να ζουν κοντά σε όσους αγαπάνε. Αλλά είναι πάντα μαζί τους».

Θυμάμαι πως αφού  κάναμε μπάνιο και ντυθήκαμε με τα καλά μας, πήγαμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Θυμάμαι με κράταγε η θεία μου από το χέρι. Όταν φτάσαμε στην εξώπορτα της άφησα το χέρι και έτρεξα προς τα μέσα. «Παππού; Παππού; Παππού;», τον έψαχνα θυμάμαι. Δεν ήταν εκεί. Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή αλλά ο παππούς μου δεν ήταν εκεί. «Μήπως πήγε να μας πάρει τα δώρα να μας κάνει έκπληξη», σκέφτηκα. Εκεί ήταν η μαμά και ο μπαμπάς και μας περίμεναν. Θυμάμαι η μαμά έκλαιγε. Πιο πολύ από όταν έκλαιγε όταν έβλεπε ταινίες στην τηλεόραση. Θυμάμαι τη ρώτησα «μαμά πού είναι ο παππούς;» , και έκλαιγε περισσότερο θυμάμαι. Δεν μπορούσε να μιλήσει από το κλάμα θυμάμαι. Έκλαιγε κι η αδερφή μου. Ο μπαμπάς μας αγκάλιασε όλες. Δεν μίλαγε κανείς. Μόνο έκλαιγαν. Μόνο εγώ δεν έκλαιγα, ρώταγα πού είναι ο παππούς μου. Ο παππούς μου έφυγε μου είπαν, ήταν άρρωστος αρκετά και έφυγε. «Πού είναι;» Τους ρώταγα θυμωμένη. «Είναι εκεί που πάνε οι άνθρωποι όταν σταματάνε να ζουν κοντά σε όσους αγαπάνε. Αλλά είναι πάντα μαζί τους. Σε λίγο θα πάμε στον παππού», μου απάντησαν. Δεν καταλάβαινα. Δεν μπορούσα να καταλάβω.

Φύγαμε και πήγαμε στην εκκλησία. Θυμάμαι στο προαύλιο την μαμά μου να μην σταματάει να κλαίει και να λέει «μπαμπά μου, μπαμπά μου». Θυμάμαι όλοι έκλαιγαν κι εγώ δεν καταλάβαινα γιατί. Μήπως έπρεπε να κάνω κάτι να με μαλώσουν να κλάψω κι εγώ;, σκέφτηκα. Θυμάμαι όταν έφτασε ένα μεγάλο αμάξι και έβγαλαν ένα κουτί απο μέσα και το πήγαν μέσα στην εκκλησία. «Μην κοιτάει το παιδί», έλεγαν όλοι. Δεν καταλάβαινα. Πήγα στην μαμά μου. «Μαμά πού είναι ο παππούς; Μου είπατε ότι θα πάμε στον παππού! Πού είναι;», τη ρώτησα θυμωμένη. «Ο παππούς έφυγε. Η καρδούλα του δεν χτυπάει πια. Δεν θα τον ξαναδούμε. Αλλά θα είναι πάντα κοντά μας, πάντα δίπλα μας να μας αγαπάει», «ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ ΤΩΡΑ. ΤΩΡΑ», φώναξα.

Αυτό δεν ήταν κουτί, ήταν το καινούργιο κρεβάτι του παππού, σκέφτηκα, θυμάμαι.

Θυμάμαι τον θείο μου να λέει «πηγαίνετέ την να τον δει» και θυμάμαι να με σηκώνει αγκαλιά ο μπαμπάς μου και να προχωράμε μέσα στην εκκλησία. Θυμάμαι πως μου μίλαγε όσο πλησιάζαμε το κουτί εκείνο, αλλα δεν θυμάμαι και πολλά από όσα μου έλεγε. Κάποια στιγμή τον ρώτησα πότε θα πάμε να πάρουμε τα δώρα με τον θείο. Θυμάμαι μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε πως δεν θα πάρουμε τα δώρα σήμερα γιατί σήμερα θα χαιρετάγαμε τον παππού που έφυγε. Πως ο παππούς είναι ξαπλωμένος σε αυτό που μου έμοιαζε κουτί και πως δεν μπορεί να με δει και να με ακούσει, ούτε να μου μιλήσει, αλλά ξέρει πως είμαι εκεί. Άρα αυτό δεν ήταν κουτί, ήταν το καινούργιο κρεβάτι του παππού, σκέφτηκα, θυμάμαι. Μου είπε πως αυτή είναι η τελευταία φορά που βλέπω τον παππού και πως μπορώ να του πω ό,τι θέλω και να τον χαιρετήσω. Και πως πάντα θα μπορώ να σκέφτομαι όσα θα θέλω να του πω κι εκείνος θα τα ακούει, αλλά δεν θα απαντάει. Δεν καταλάβαινα πολλά.

Φτάσαμε μπροστά σε εκείνο το κουτί. Ο παππούς μου ήταν εκεί, γιατί μου έλεγαν οτι έφυγε; Σαν να κοιμόταν. «Παππού;», του είπα με αγωνία. «Παππού μου;», του φώναξα πιο δυνατά. Δεν απάνταγε θυμάμαι. «Παππού να σου πω μια κακιά λέξη να γελάσεις;», τον ρώταγα. Δεν απάνταγε. «Σήκω παππού μου, θα πάρουμε τα δώρα σήμερα και θα παίξουμε, σήκω παππού μου», με έπιασαν τα κλάματα θυμάμαι.

Κάθε χρόνο την ίδια μέρα σαν και εκείνη να σκέφτομαι μια «κακιά λέξη», για να γελάει ο παππούς μου.

Ήταν λίγες μέρες μετά τα Χριστούγενα θυμάμαι. Ίσως για αυτό να μην μου αρέσουν τα Χριστούγενα. Ίσως για αυτό να μην πιστεύω στο «θαύμα των Χριστουγένων» γιατί εκείνα τα Χριστούγενα δεν έγινε. Ίσως για αυτό κάθε χρόνο την ίδια μέρα σαν και εκείνη να σκέφτομαι μια «κακιά λέξη», για να γελάει ο παππούς μου.

grandpa2