Έ-ε-έρχεται. Περάσαμε και τα μέσα του Μάη. Νυχτώνει αργά. Τζιτζίκια το μεσημέρι, γρύλοι το χάραμα μετά το τελευταίο gin tonic. Λινά πουκάμισα, παπούτσια χωρίς κάλτσες, άμμος στα πόδια, ηλιοβασιλέματα, έρωτες κάθε πέντε λεπτά. Όλα μοιάζουν πιο ωραία κάτω από τον καυτό ήλιο. Γιατί; Δεν ξέρω. Από μικρό παιδί αγαπώ το καλοκαίρι. Κι έχω τις καλύτερες αναμνήσεις.
Εκείνη τη φορά που έβαλα το τελευταίο γκολ και στο αφιέρωσα.
Τα βράδια που λέγαμε πόσο θέλαμε να μεγαλώσουμε.
Το καλοκαίρι που πέθανε η Αλίκη κι ο Ανδρέας.
Τα Euro και τα Mundial.
Τους Ολυμπιακούς της Αθήνας.
Το θερινό σινεμά στο πιο πέρα χωρίο.
Τη φορά που αρρώστησα κι ήρθες να μου κάνεις παρέα όταν όλοι ήταν στη θάλασσα.
Τα αυτοσχέδια γήπεδα.
Τις πρώτες διακοπές μετά τις Πανελλήνιες. Στην Πάρο κι εσείς;
Την πρώτη Σαντορίνη με το κορίτσι μου.
Τα μικρά μπαρ στις Κυκλάδες.
Τις Κυκλάδες.
Τον Manu Chao, το The Wall στο κλειστό του Ο.Α.Κ.Α., τους Pulp.
Τα πάρτυ στην ταράτσα του σπιτιού μου.
Τότε που φίλησα και τις δύο αδερφές τον ίδιο μήνα (δεν το είπε ποτέ η μία στην άλλη).
Το Λαμπίρι Αχαΐας.
Την Πάτρα άδεια όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Τους ατελείωτους ιδρωμένους χορούς.
Να κλείνει το μπαρ με Κόρε. Ύδρο., να είναι μέρα και να μη θέλουμε να γυρίσουμε.
Τους φίλους μου τους μετανάστες, που τους βλέπω πέντε μέρες κι είναι σαν να ζούμε τα ίδια πράγματα απ’ την αρχή.
Τo Rockwave, το Seanema Festival στην Κεφαλονιά, το Up στα Κουφονήσια.
Την Επίδαυρο.
Τους γάμους.
Την άμμο στα βιβλία μας.
Τα τσιγάρα που δεν μπορούμε να ανάψουμε απ’ τον αέρα. Τα «στα ‘λεγα, πάρε ηλεκτρονικό αναπτήρα».
Το καλοκαίρι που έχασα ως φαντάρος.
Τα τραγούδια του Παυλίδη.
Τη Χίο, τη Σύρο, τη Μήλο, το Ναύπλιο.
Τα «κουράστηκα, πάμε».
Τη μελαγχολία στο βραδινό καράβι και το ξημέρωμα στον Πειραιά.
Έρχεται λοιπόν. Γεμίστε μουσική το κινητό, διαλέξτε τρία καλά βιβλία κι ετοιμαστείτε για τις νέες αναμνήσεις που θα έχετε το Σεπτέμβρη.