“Με ένα πλοίο της γραμμής, με ένα τζιν Αμερικής, κι ένα μπουφάν στο χέρι, κι αν δε μας φτάσουν τα λεφτά πιάνουμε και καμιά δουλειά να βγει το καλοκαίρι”, άκουγα μικρή. Εκεί στη μούρλα των 18, των 20, των 22, μαζί με την Ατλαντίδα απ’ τα Ξύλινα (στο νησί τις γαλάζιες νύχτες, μες στα μπαρ αγκαλιά ξωτικά, καθάρματα…). Και ζούσα βασικά για τα καλοκαίρια και τις διακοπές. Εν μέρει για τις συναυλίες στην Αθήνα, και το πιο πολύ για τη στιγμή που θα ανέβαινα τον καταπέλτη του καραβιού (εντάξει, και για το Πόρτο).

Κιθάρες, βραδιές όλη νύχτα έξω, αιώρες, ποδηλατάδες, χορός, μπάνια, δεκαπεντάωρες από καρδιάς συζητήσεις

Τραγούδια στο κατάστρωμα, ΚΤΕΛ για την άλλη άκρη του νησιού, δωμάτια ό,τι να ‘ναι ή κάμπινγκ. Ποιος νοιάζεται για καμιά κατσαριδούλα ή για τον ήλιο που σε ξυπνάει μούσκεμα στην σκηνή σου από τις 8; Όμορφα πράγματα. Έλα όμως που δε μένουμε πάντα φοιτητές. Έλα που κάποτε η καθημερινότητα αποκτά περισσότερες υποχρεώσεις, και κόπωση πραγματική, σωματική και ψυχική. Και έρχεται κάποιο καλοκαίρι που όσο κι αν το περιπετειώδες παιδί μέσα σου λαχταράει πεζοπορίες κατά ηλίου με τη σαγιονάρα μες στα αγκάθια ως την κρυφή παραλία. Και ξενύχτι ως το πρωί, κάμπινγκ και κατάστρωμα 10 ώρες. ζο κουρασμένος ενήλικας εαυτός σου με τις μετρημένες μέρες άδειας λέει: Μια ξαπλώστρα φέρτε μου να αράξω και να μην το κουνήσω ρούπι.

Πέρασα τις περσινές μου διακοπές, ανάμεσα σε δυο φουλ εργασιακές και σπουδαστικές χρονιές, πεισματικά με τον παλιό τον τρόπο. Με βρήκε ο Σεπτέμβρης να ζαλίζομαι κάθε πρωί που ξυπνούσα και σε κάθε 5λεπτη ορθοστασία. Αναγκάστηκα να κοιμάμαι ως τον Οκτώβρη για να συνέλθω απ’ την υπερκοπωσούλα. Υποθέτω πως δεν ήταν πολύ καλή ιδέα τελικά.

Και κάπως έτσι ξεκινούν τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, σ’ αυτό το κατώφλι της ενηλικίωσης – γελάει ο κόσμος, που στα 29 μου λέω εγώ να το περάσω!

Όλα αυτά σας τα γράφω γιατί βρέθηκα στο νησί του καλοκαιριού των Πανελληνίων και θυμήθηκα εκείνες τις διακοπές. Πόσο όμορφα τα είχαμε περάσει, πόσο όμορφα τα πέρασα τώρα. Πόσο διαφορετικές όμως οι φάσεις. Και μου ήρθε στο μυαλό μια κουβέντα της μαμάς μου τότε, σ’ εκείνη την τρέλα μου, που άρπαζα πραγματικά όποια ευκαιρία μου παρουσιαζόταν για ταξίδια κι εκδρομές (καλοκαίρια και χειμώνες). Κι είχα καταντήσει το ανέκδοτο του σπιτιού μου: «Κάνε τα τώρα που τα θες, γιατί μετά δεν θα τα θέλεις κιόλας». Και απόρησα, μα τι μου λέει τώρα! Είναι δυνατόν ποτέ να μην τα θέλω; Δεν ξέρει τι λέει η μανούλα, δεν έχει ιδέα τι άνθρωπος είμαι! Εγώ όλη μου την ζωή θα παίρνω ένα σακίδιο και θα φεύγω!

Και φτάνει αυτός ο καιρός που συνειδητοποιείς ότι είχε δίκιο η μανούλα

Διότι ναι, ακόμα αγαπάς να αναπνέεις τον αέρα των ανοιχτών, μεγάλων δρόμων (γιατί ο δρόμος είναι αλήθεια, χίλια κι ένα παραμύθια, είναι το σπίτι μας, δεν έχει τέλος), τα ταξίδια, τις χαρές τους. Υπάρχουν όμως κάποια πράγματα που τα θέλεις μακράν πιο πολύ (τους αγαπημένους σου, τη γαλήνη σου, το να ισιώνεις ψυχή και σώματι). Και χωρίς καμιά στενοχώρια βάζεις αυτά σε πρώτη προτεραιότητα.

Και το καλύτερο;

Αυτό είναι ΟΚ. Όχι δεν γέρασα, όχι δεν σάπισα, όχι δεν έγινα μια βαρετή μεσοαστή ούτε τίποτα σχετικό με λεφτά, όπως αφελώς θα έλεγα στα 18 μου.

Απλώς καθένας δρα κάθε στιγμή ανάλογα με τις επιθυμίες, τις δυνατότητες και τις ανάγκες του – που καλό είναι να ακούει. Όλα αυτά αλλάζουν κατά καιρούς. Και αυτό είναι ΟΚ.

Με το μαλακό οι ταμπέλες παιδιά, και τα μεγάλα λόγια.

Υ.Γ.: Πάντως στη σύνταξή μου, που δεν θα δουλεύω πάλι και θα έχω χρόνο και κουράγιο, άμα δείτε ένα ζευγάρι γελαστό και ασπρομάλλικο να γυρίζει τις πόλεις από εγγόνι σε ανίψι, εγώ θα είμαι η γιαγιούλα. Ναι, με ένα σακίδιο στην πλάτη – βολεύει και για τα αρθριτικά.


featured image: stocksy