Δεν είναι όταν βλέπω μόνη μου τις ταινίες που “κατεβάσαμε” μαζί και δεν τις είδες. Δεν είναι καν όταν διαβάζω τα βιβλία που αγοράσαμε κι εσύ δεν διάβασες. Ούτε ακόμη όταν ανοίγω το ντουλάπι και βλέπω τη βρώμη που αγόρασες όταν αποφάσισες να ξεκινήσεις διατροφή, να είναι ακόμη εκεί κι ας έχει ίσως λήξει. Ούτε κι όταν θα τύχει να ακούσω στο ράδιο πηγαίνοντας στην δουλειά το τραγούδι που σου τραγούδαγα κάθε πρωί και γέλαγες και με έλεγες παράφωνη. Ούτε κι όταν θα πιάσω τα κλειδιά μου και ασυναίσθητα θα χαιδέψω το μπρελόκ που μου είχες πάρει δώρο.
Δεν είναι τότε που σε θυμάμαι.
Είναι όταν θα έχω αργήσει και θα βιάζομαι να ντυθώ και θα ανοίξω το συρτάρι με τις κάλτσες. Και πάνω στην βιασύνη μου θα φορέσω τις δικές σου κάλτσες. Αυτές που ξέχασες. Αυτές που φόρεσες κάποια στιγμή για να έρθεις εδώ. Σε εμένα. Και τώρα έφυγες χωρίς αυτές. Και χωρίς εμένα.Είναι όταν θα φορέσω τις κάλτσες σου που θα σε θυμηθώ. Αυτό έκανα άλλωστε. “Μπήκα στις κάλτσες σου”. Εσύ ποτέ “δεν μπήκες στις δικές μου”. Εσύ φόραγες τις κάλτσες σου και ερχόσουνα, και έφευγες. Και τώρα έφυγες και τις άφησες εδώ. Σε ένα συρτάρι. Να περιμένουν. Εσένα; Εμένα; Κάποιον να τις φορέσει ή να τις πετάξει;
Περιμένουν. Κουλουριασμένες στωικά σε ζευγάρι περιμένουν. Ίσως όπως περιμένω κι εγώ κουλουριασμένη στωικά μόνη μου. Να ξαναβάλεις τις κάλτσες σου, να δούμε τις ταινίες που μαζί κατεβάσαμε κι εσύ δεν είδες, να διαβάσεις τα βιβλία που αγοράσαμε, να φας τη βρώμη επειδή ξεκίνησες διατροφή, να σου τραγουδάω τα πρωινά και να με λες παράφωνη, να μου πάρεις ένα καινούργιο μπρελόκ γιατί αυτό πάλιωσε.
Κι όσο περιμένουμε κι αυτές κι εγώ, τις φοράω και έρχομαι και φεύγω. Κι ίσως όταν κάποια στιγμή, όταν θα μπουν οι δύο κάλτσες στο πλυντήριο και βγει η μία, να πάψουμε πια να περιμένουμε. Κι αυτές κι εγώ.