“Και ο Θεός δημιούργησε την ψυχή, πλάθοντας την με ομορφιά. Της έδωσε την απαλότητα της πρωινής αύρας, το άρωμα των λουλουδιών, την ομορφιά του σεληνόφωτος.” Χαλίλ Γκιμπράν.
Και της έδωσε και τις λέξεις, τα χρώματα, τη φαντασία και την αγάπη να τα ερμηνεύσει και να τα αποτυπώσει. Την Τέχνη, τη θάλασσα και την Ελλάδα… θα προσέθετε κάποιος στα λόγια του Χαλίλ Γκριμπράν.
Προσμένοντας εκείνα τα καλοκαιρινά όνειρα που μυρίζουν γιασεμί, γλυκό υποβρύχιο, αλάτι, θάλασσα και αγάπη, ανακαλύπτω το φωτογραφικό άλμπουμ «Το ελληνικό καλοκαίρι/ Ανακαλύπτοντας το καλοκαίρι μέσα από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη.» στη facebook σελίδα του Μουσείου.
Φωτογραφίες που αποτυπώνουν μέσα από το φακό με γνησιότητα και το βάθος της στιγμής και της μνήμης τη νοσταλγία της παλιάς «ασπρόμαυρης» φωτογραφίας των παππούδων μας, μια βιωματική εμπειρία του να είσαι Έλληνας.
Και το Μουσείο Μπενάκη μας κάνει δώρο αυτό το συναισθηματικό σουβενίρ που δεν μπορεί να χωρέσει σε μία ταξιδιωτική βαλίτσα: Eξιστορεί τη μικρή Ελλάδα που έχει ο καθένας μέσα του. Γιατί ξέρει πως μερικές αγάπες κρατάνε για πάντα.
Εικόνες που μετρούν το ρυθμό και την ανάσα της θάλασσας και τα καλοκαίρια μας, που ζωγραφίζουν το φως της ημέρας μέχρι το βράδυ, που μυρίζουν ελληνικό καφέ σε χόβολη και γεύσεις γιαγιάς, ανθόνερο, ζάχαρη και μέλι και γλυκό τριαντάφυλλο φτιαγμένο με ρόδα από κάποιο μπαξέ του Ιονίου και με αγάπη. Εικόνες με τα ροζιασμένα χέρια κάποιου ψαρά στη Σύμη και τις φωνές των παιδιών που τρέχουν στο πιο όμορφο λιμανάκι του κόσμου, στο Γάιο των Παξών. Εικόνες που ηχούν την πρώτη μωρουδίστικη μελωδία της ελληνίδας μάνας «Κοιμήσου γιέ μου πρωτογιέ και γιε μου κανακάρη».. Και εικόνες που είσαι εσύ. Γιατί είσαι εσύ που μετράς τις μέρες σου σε ηλιοβασιλέματα σε κάποιο βράχο δίπλα στη Σαντορίνη και είσαι εσύ που όλους τους φωνάζεις με το μικρό τους όνομα και με πολλά πολλά παρατσούκλια και είσαι εσύ που όλοι σε ξέρουν με το μικρό σου όνομα, που από μικρός κάνεις πάντα «Πάσχα στο χωριό», που κάθε Δεκαπενταύγουστο προσκυνάς ευλαβικά στην εκκλησιά, που είσαι μελαχρινός με μέτριο ανάστημα και κατάμαυρα μάτια, που ξέρεις να κολυμπάς από πολύ μικρός και τρως πεταλίδες και αχινούς ωμούς, και βοηθάς τη γιαγιά και τον παππού κάθε Αύγουστο στον τρύγο. Και γιατί η γιαγιά ‘Καλλιστώ’ που με το όμορφο όνομα και το μαντήλι στα μαλλιά που καθήμενη στο πεζούλι του κάτασπρου χαμηλοτάβανου σπιτιού της στη Χώρα κάποιου αιγαιοπελαγίτικου μυστικού φιλεύει κάθε περαστικό τα καλούδια της ακόμα κι αν δεν τον ξέρει , ακόμα κι αν δεν τον δει ποτέ ξανά, μπορεί να είναι η δική σου γιαγιά.
Και για τις φορές που αναρωτιέσαι πόσες ευχές θα κάναμε για μία θάλασσα σαν κι αυτή..
Και για μερικές ακόμα που θα σκέφτεσαι αν μπορεί ένα μικρό νησάκι στη μέση του Αιγαίου να θεραπεύσει την ψυχή σου. Για εκείνη τη μικρή κουκκίδα στο χάρτη που έχετε ανταλλάξει τα ονόματά σας στα όνειρά σου και εύχεσαι να κολυμπήσεις κάποιο καλοκαίρι στη θάλασσά του..
Και ο μύθος της ελληνίδας γιαγιάς, η ελληνική οικογένεια και η ιερή φιλοξενία, ο Ζορμπάς, ο ελληνικός ντάκος και το παρθένο ελαιόλαδο, μια σταγόνα Αιγαίο, μερικά βότσαλα της Ιθάκης και ένα κομπολόι που σου χάρισε ο παππούς σου, ο πρωινός ελληνικός καφές κάτω από τον παχύ ίσκιο της μουριάς με φόντο τη γέρικη ελιά και κρύσταλλα Λιβυκού, ο Οδυσσέας και ο Όμηρος, η Τροία και η Ιλιάδα, ο Σεφέρης και ο Καβάφης, το λαούτο και το ούτι, το χρυσάφισμα της ελιάς κάτω από τη διαύγεια του ελληνικού ήλιου και οι ταινίες της Φίνος Φιλμς.
Ο κεραμοποιός στο Μοναστηράκι, ο παππούλης που μαθαίνει στο εγγόνι να σκαλίζει ξύλινα καραβάκια σε κάποιο καλντερίμι της κυκλαδίτικης χώρας, η ελληνική μουσική με ψυχή, ο μπάλος και το συρτάκι, το φασκόμηλο με κρίθινο παξιμάδι για βραδινό της γιαγιάς Μαριγώς, οι μυρωδιές χρυσάνθεμου, αγιοκλήματος και μενεξέ στον κήπο της γιαγιάς Αντιγόνης, η ερωτική μελαγχολία του φθινοπώρου και τα φύλλα που θροΐζουν ρυθμικά με τις πρώτες βροχές του Σεπτέμβρη, η αγκαλιά της γιαγιάς Αφροδίτης και η ευχή της μάνας στο γιο.Όλη η Ελλάδα σε ένα μαγιάτικο μπουκέτο..
Η ελληνική ναυτοσύνη και το αμετάφραστο σε άλλες γλώσσες «μεράκι» και «φιλότιμο», το καφενείο παρέα με τους ήχους από τα ζάρια και τα κομπολόγια των γερόντων. Ένα σφηνάκι παγωμένης μαστίχας Χίου και οι γεύσεις χωριού και των ανθρώπων του. Μία ρακή το απομεσήμερο σ’ ένα ήρεμο ακρογιάλι, οι ανεπανάληπτες αποχρώσεις του μπλε της θάλασσας, οι σφουγγαράδες της Καλύμνου και το ελληνικό μας «όπα».
Κάποιες αγάπες κρατάνε για πάντα. Ελλάδα.
Θα υπάρχει άραγε ποτέ πιο όμορφο αίσθημα από το να είσαι παιδί σε ελληνικό νησί; Ψάχνοντας για κύματα, ρυθμούς, ανάσες της θάλασσας και κοχύλια..
Για όλα αυτά τα πανάρχαια μυστικά που άντεξαν στο χρόνο και στην καρδιά της Ελλάδας.
*To κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στο Μουσείο Μπενάκη και την τέχνη του. Αφόρμιση για τη συγγραφή του υπήρξε το διαδραστικό ακαδημαϊκό μάθημα «Εισαγωγή στη Μουσειολογία» της Λέκτορα Μουσειολογίας Ανδρομάχης Γκαζή στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.
2 thoughts on “Καποιες αγαπες κρατανε για παντα. Ελλαδα.”