Μια νέα ταινία, στην οποία πρωταγωνιστεί η Kate Winslet, περιγράφει πώς ένα μοντέλο της Vogue έγινε πρωτοποριακή φωτογράφος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η βιογραφία του Antony Penrose για τη μητέρα του ονομάζεται «The Lives of Lee Miller». H Lee Miller είχε πολλές ζωές. Στη Νέα Υόρκη ήταν μια σπουδαία καλλονή που έγινε μοντέλο μόδας και μετά φωτογράφος μόδας. Στο Παρίσι, ήταν φίλη του Πικάσο και έκανε καλλιτεχνική φωτογραφία με τον Man Ray. Αλλά ως φωτογράφος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε την πιο διαχρονική δουλειά, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που πρόσφεραν ξεχωριστές, προσωπικές απόψεις για το πώς ο πόλεμος επηρέασε τις ζωές όλων. Είδε ότι η μπότα ενός μοναχικού στρατιώτη που βρισκόταν σε έναν δρόμο μπορούσε να πει μια ιστορία.
Αυτή η περίοδος της ζωής της βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, με την Kate Winslet ως Miller. Η Winslet ανέλαβε την παραγωγή της ταινίας που είναι βασισμένη στο βιβλίο του Penrose (1985). Μας συστήνει μια ανήσυχη, άγρια, ανεξάρτητη γυναίκα που βρήκε τη φωνή της ως μάρτυρας στον πόλεμο και που πλήρωσε το ψυχολογικό τίμημα.
Για τη σκηνοθεσία, η Winslet έφερε τη σπουδαία κινηματογραφίστρια Ellen Kuras, η οποία δούλεψε μαζί της στο Eternal Sunshine of the Spotless Mind και που διαμορφώνει την ταινία με έξυπνες επιλογές σε κάθε βήμα.
Η αρχή μας βυθίζει στη μάχη, με τη Miller να φορά κράνος να τρέχει σε έναν δρόμο προσπαθώντας να γλιτώσει από τα πυρά, μέχρι που καταρρέει πάνω σε ένα φράγμα από σάκκους άμμου. Αλλά αυτό είναι απλώς ένας προάγγελος του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Από εκεί φτάνουμε στο 1977, όπου η 70χρονη Miller (η Winslet με πειστικά και ανεπαίσθητα προσθετικά και μακιγιάζ) δίνει συνέντευξη σε έναν νεαρό άνδρα (Josh O’Connor) στο σπίτι της, στο Σάσεξ.
Αναφερόμενη στο 1938 και στη ζωή της στη νότια Γαλλία η μεγαλύτερη Miller λέει: «Ήμουν το μοντέλο, ήμουν η μούσα, ήμουν ο εφευρέτης». «Τελείωσα με αυτό». Ωστόσο, τη βρίσκουμε να μένει με λαμπερούς φίλους, συμπεριλαμβανομένης της Solange (Marion Cotillard), και παίρνουμε μια γεύση από τη ζωή της με καλλιτέχνες και συγγραφείς. Εκεί γνωρίζει τον Roland Penrose (Alexander Skarsgård), έναν ζωγράφο και έμπορο έργων τέχνης και γίνονται αμέσως ζευγάρι. (Στην πραγματικότητα, η αρχή της σχέσης ήταν πιο περίπλοκη και δεν παντρεύτηκαν μέχρι το 1947 – αλλά έμειναν παντρεμένοι για το υπόλοιπο της ζωής της.)
Ζώντας με τον Roland στο Λονδίνο εν καιρώ πολέμου, αρχίζει να εργάζεται ως φωτογράφος για τη βρετανική Vogue, της οποίας η αρχισυντάκτρια, Audrey Withers (Andrea Riseborough) γίνεται φίλη της. Γνωρίζει τον David Scherman (Andy Samberg), έναν φωτογράφο από το περιοδικό Life, τον οποίο αποκαλεί στοργικά Davey και ο οποίος αργότερα γίνεται ο ταξιδιωτικός της σύντροφος καθώς καλύπτουν τον πόλεμο. Ο Samberg ταιριάζει τόσο εύκολα στο δράμα όσο ο Davey στη ζωή της Miller.
Όταν παίρνει τη διαπίστευσή της από τον αμερικανικό στρατό, η ταινία μας δίνει το μέτρο του συναισθηματικού ψυχολογικού κόστους. Πηγαίνει στη Νορμανδία και αντιμετωπίζει πυρά κατά τη διάρκεια μιας μάχης στο St Malo της Γαλλίας (η εναρκτήρια σκηνή). Ο Davey την συντροφεύει καθώς καλύπτουν τον πόλεμο σε όλη την Ευρώπη. «Οδηγούσαμε για μήνες, δεν πλενόμασταν για εβδομάδες», ακούμε τη μεγαλύτερη Miller να λέει καθώς τους βλέπουμε με ένα τζιπ να κυκλοφορούν στους σκονισμένους δρόμους. Μετά την απελευθέρωση του Παρισιού, βρίσκει το δρόμο της ανάμεσα σε ερειπωμένα κτίρια για να επισκεφτεί τη Solange και σε μια από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές της ταινίας, μαθαίνει πόσο φρικτός ήταν ο πόλεμος ακόμη και για όσους επέζησαν.
Όταν τελειώνει ο πόλεμος, αυτή και ο Davey μπαίνουν στη Γερμανία και πηγαίνουν στο Νταχάου. Δεν βλέπουμε τι κάνει η Miller όταν μπαίνει σε ένα δωμάτιο, αλλά στο χέρι του νεαρού που της παίρνει τη συνέντευξη βλέπουμε τη φωτογραφία που τράβηξε εκείνη την ημέρα, με σωρούς πτωμάτων.
Οι πολεμικές σκηνές μιλούν από μόνες τους, χωρίς να χρειάζεται να δοθεί δραματική έμφαση.
Η βιογραφία του Penrose περιλαμβάνει κι ένα γράμμα που έγραψε η Lee για τη δυσκολία της να περάσει τα σύνορα με την Ουγγαρία το 1945, όταν οι Ρώσοι φρουροί της έστρεψαν τα όπλα.
«Οι περιπέτειες ήταν πάντα καλός κινηματογράφος», είπε. Τελικά, σίγουρα ήταν.
Διάβασε την κριτική εδώ