γιατί ξεκίνησες να γράφεις; Κάποτε ένας φίλος (γνωστός τραγουδοποιός) είχε πει μεταξύ αστείου και σοβαρού, σε μια κουβέντα, ότι οι άντρες δημιουργούν για έναν και μόνο λόγο – να ρίχνουν τα κορίτσια. Κατ’ αντιστοιχία, υποθέτοντας ότι όλοι οι άνθρωποι που επιλέγουν να εκτεθούν είναι πιο διψασμένοι για αποδοχή και αγάπη, μάλλον το έκανα για ν’ αρέσω στ’ αγόρια. Γελάσαμε. Η πραγματική αιτία είναι ότι αν δεν γράψω νιώθω ένα στένεμα, σαν να φοράω ρούχα πέντε νούμερα μικρότερα. πώς θα χαρακτήριζες τα βιβλία σου; Αλληγορικά και λίγο μιλφεϊγ. Σαν ρετιρέ που όσο το κοιτάς μοιάζει και λίγο με υπόγειο ή σαν χαλάκια με πολύ κρυμμένη σκόνη μαζεμένη από κάτω (περισσότερο προς χώμα παρά αστερόσκονη). σου αρέσουν οι μεταφορές βιβλίων στην οθονη; Και στην οθόνη και στη σκηνή. Αυτό που λένε ότι τα βιβλία χάνουν τη μαγεία τους το βρίσκω στενόμυαλο. Μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο, πρόκειται μάλλον για μια παραμετροποίηση, παρά αλλοίωση. Κάθε τέχνη δίνει τη δική της ερμηνεία πάνω σ’ ένα κείμενο και μπορεί και να φωτίσει και κάποια ανεξερεύνητα (between the lines) επίπεδα. Όταν ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπογδάνος μετέφερε το βιβλίο μου “Γαμ.” στο θέατρο, αιφνιδίως μέχρι κι εγώ ανακάλυψα κάτι καινούργιο σε κάτι τόσο δικό μου – σαν να το έκανε ακόμη πιο τρισδιάστατο. Από την άλλη, ΟΚ, σίγουρα εξαρτάται από την πρόθεση και την ποιότητα του αποτελέσματος, οπότε η μεταφορά μπορεί να γίνει ή καλά ή μέτρια. τι σε ωθεί να γράψεις ένα νέο βιβλίο; Μα σπάνε τα νερά κάποια στιγμή. Οι ιστορίες έρχονται με φόρα και το κεφάλι τους εξέχει από τα νύχια σου, δεν υπάρχει γυρισμός, πρέπει να καταγραφεί μια ημερομηνία γέννησης και να διαπιστώσεις: α) αν μπορείς να πας παρακάτω και να γράψεις καλύτερα, και, β) πόσα βιβλία θα καταφέρεις να γράψεις τελικά, κόντρα στη στασιμότητα. Αν δεν μπορείς να γράψεις όλο και καλύτερα γιατί να γράψεις εξαρχής; Και αν είναι ανάγκη και αναπνοή η γραφή, πώς να μην γράψεις νέο βιβλίο; Στα παλιά θα μείνεις ή θα πάθεις ασφυξία; Για να γράψεις κάτι νέο σε ωθεί το ότι θα δημιουργήσεις κάτι που μέχρι να το δημιουργήσεις δεν υπήρχε και θα το μοιραστείς και θα γίνει κι αυτό παλιό. Χωρίς το “πάμε παρακάτω” είναι σαν να ζεις για τον παρακείμενο (και ν’ αφήνεις τον συντελεσμένο μέλλοντα να τον γλεντάνε άλλοι). η συγγραφή πιστεύεις πως ειναι εμμονη; Και τυραννική απόλαυση. με τι κριτήριο επιλέγεις τα βιβλία που θα διαβάσεις; Μα δεν διαβάζω. Το πολύ 5-6 βιβλία τον χρόνο. Αγοράζω πολλά περισσότερα βιβλία απ’ ό,τι διαβάζω – τα οποία περιμένουν στη ουρά να έρθει η στιγμή τους, με χαρτάκι προτεραιότητας. Συνήθως ανοίγω το βιβλίο με το πιο λιτό εξώφυλλο σε μια τυχαία σελίδα και διαβάζω μία-δυο παραγράφους. Αν θέλω να διαβάσω και μια τρίτη, είμαστε ΟΚ – και εννοείται πως το κριτήριο είναι 98% η γραφή και μόλις ένα 2% το θέμα. Τώρα που το σκέφτομαι κοιτάζω και τον εκδοτικό οίκο. Έχω διαλέξει και βιβλίο με τη μέθοδο του αμεμπαμπλόμ. Αν δεν μου αρέσει κάτι πάντως είμαι από αυτούς που αφήνουν τα βιβλία (και τις ταινίες) στη μέση. ποιο είναι το βασικότερο όπλο που διαθέτει ο άνθρωπος; O Λόγος (σκέψη και γλώσσα). Και το ότι μπορεί να επιλέγει ποιος είναι (ποιοτικά) και να επιβάλλεται (έστω με μικρορυθμίσεις) ακόμη και στα ένστικτά του. Το λιοντάρι δεν μπορεί ν’ αποφασίσει ν’ αφήσει τη ζούγκλα και να έρθει στο σαλόνι μου να το χαϊδεύω σαν γατάκι. Ο άνθρωπος μπορεί. μίλησε μας για την μέχρι τώρα εμπειρία σου στη συγγραφή; Πάντα έγραφα. Ξεκίνησα να γράφω τις γνωστές σχολικές “καλές εκθέσεις”, μετά το πανεπιστήμιο ψάχτηκα με άρθρα “άποψης” σε γυναικεία περιοδικά, μετά έγραφα κείμενα και σενάρια για τη διαφήμιση, ενδιάμεσα έγραφα ποιήματα και διηγήματα (των εκδόσεων “συρτάρι κομοδίνου”), στη συνέχεια διερευνητικά κείμενα στο blog μου (κάτι μεταξύ μαστογραφίας και άσκησης ύφους) και τελικά λογοτεχνία επί τούτου (προορισμένη για έκδοση κι όχι προσωπική απόλαυση ή πειραματισμό). Τα δύο πρώτα βιβλία μου (“Ο μισός βέσπα” και το “Γαμ.”) γράφτηκαν με τον ίδιο τρόπο, σχεδόν μονοκοντυλιά, σαν να μου τα έλεγε υποβολέας κι εγώ να τα μετέφερα στο χαρτί. Ξύπνησα ένα πρωί κι άρχισα αυτόματα να γράφω ασταμάτητα, επί δύο εβδομάδες, χωρίς να σηκώνω τηλέφωνα ή να διακόπτω, παρά μόνο για να φάω και να κοιμηθώ. Το τρίτο βιβλίο γράφτηκε κατά ένα σημαντικό μέρος εντελώς αλλιώς. Ξεκινάει με μια νουβέλα, την οποία παίδευα για 3 μήνες. Εδώ δεν υπήρχε καμία μονοκοντυλιά, άλλαξα θέση στις παραγράφους και στις λέξεις πάνω από δέκα φορές. (Μακάρι να πέτυχε.) Ωστόσο οι υπόλοιπες είκοσι μία ιστορίες γράφτηκαν όπως και στα πρώτα δύο βιβλία, σχεδόν μηχανικά, σαν να ήταν γραμμένες ήδη. Να προσθέσω εδώ ότι με εκφράζει ανέκαθεν η σύντομη φόρμα και η ελλειπτικότητα. Ίσως θέλω να πω γρήγορα κάτι βαθύ ή ίσως θέλω να απεμπλακώ γρήγορα για να μην παραεμβαθύνω. Κάτι άλλο που με χαρακτηρίζει είναι ότι μισώ τα εκφραστικά άκρα, και κυρίως το μελό. Μόλις κάτι ξεφεύγει προς ένα συναίσθημα χωρίς μέτρο (και ειδικά προς το ζαχαρένιο) λέω ώπα – και ρίχνω αλάτι στην πληγή. Μου λένε συχνά ότι είμαι και λίγο στυλίστρια. Αυτό, αν ισχύει, είναι τυχαίο και δεν ξέρω αν μου αρέσει. Μου αρέσει να έχω αναγνωρίσιμη ταυτότητα αλλά όχι η αίσθηση επιτήδευσης που βγάζει το στυλιζάρισμα. Τέλος, ν’ αναφέρω ότι έχω τη χαρά να έχω διαβάσει πολλές και καλές κριτικές για τα βιβλία μου (το “Γαμ.” ήταν και υποψήφιο στα λογοτεχνικά βραβεία του Αναγνώστη ως καλύτερη συλλογή διηγημάτων για το 2012) και την μεγάλη τύχη να με στηρίζουν άνθρωποι όπως ο Αχιλλέας Κυριακίδης (που είναι πάντα ένας από τους πρώτους αναγνώστες μου κι εκείνος που μου ρίχνει πολύ ξύλο πριν την κάθε έκδοση λέγοντάς μου με την ίδια αγάπη ένα “μαγικό αυτό” ή ένα “αυτό μπούρδα, βγάλτο”).
Ποιο είναι το βασικό προσόν του ανθρώπου που γράφει; Δεν ξέρω. Κάτι που ή το έχεις ή δεν το έχεις. μίλησε μας για το τελευταίο σου βιβλίο. Ας το ονομάσουμε το πιο πρόσφατο. Το τελευταίο θα είναι το εικοστό πέμπτο και θα εκδοθεί στα ενενηκοστά μου γενέθλια. Αν τυχόν τα έχω χάσει ως τότε, αφήνω εντολή να είναι ένα βιβλίο με λευκό εξώφυλλο και κενές σελίδες, που θα έχει στοιβαγμένα στο πίσω μέρος του βιβλίου (σαν λυσσάρι) πολλά φωνήεντα και σύμφωνα μαζί, αμοντάριστα (τύπου αααααααααααα, ββββββββββββ, ωωωωωωωωωωωωω, κλπ) και κάποιες μικρές οδηγίες χρήσης για το πώς να βάλει σε σωστή σειρά τα γράμματα ο αναγνώστης για να γράψει μόνος αυτό που θα διαβάσει. Εννοείται ότι θα υπάρχει ακόμη βιβλίο και ότι θα μυρίζει χαρτί χαρτένιο.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο μου, το 32 Δεκεμβρίου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ, είναι μια συλλογή από μία νουβέλα και είκοσι ένα “μυθιστορήματα του ενός λεπτού”. Πρόκειται για πυκνογραμμένες ιστορίες ελάχιστων σελίδων η καθεμία, με διπλά μηνύματα (σαν κάθε λέξη να κρύβει στη φόδρα της μια δεύτερη, που εκτελεί διπλοβάρδια). Οι ιστορίες αφορούν στις διάφορες πράξεις της αγάπης (κυρίως την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό, αλλά οπωσδήποτε και την αναπόφευκτη διαίρεση). Οι ήρωες του βιβλίου είναι ελάχιστα ήρωες και περισσότερο ευάλωτοι αληθινοί άνθρωποι που μια βρίσκουν και μια χάνουν το νόημα. Μπαμπάδες, κόρες, μαμάδες και γιοί, αναπόδραστοι δεσμοί, και αρκετός σουρεαλισμός και σκοτεινό χιούμορ (στο βιβλίο γίνεται σαφές μια κι έξω ότι ο έρωτας όλα τα νικά εκτός αν δεν τα νικήσει, αποκαλύπτεται το μυστικό να μην πεθάνεις ποτέ, αλλά και το τι θα βρεις στον Παράδεισο αν τελικά δεν τα καταφέρεις).
ΥΓ: Αχ να πω κάτι; Πιο πάνω όταν έγραφα στην παρένθεση το “μακάρι να πέτυχε” έκανα από βιασύνη ένα αποκαλυπτικό typo και αντί για μακάρι έγραψα καμάρι! Το διόρθωσα προφανώς, αλλά δεν γινόταν να μην το αποκαλύψω. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι άπαξ κι αρχίζεις να εκτίθεσαι το ψώνισμα και η σεμνότητα είναι πολύ κοντά. Είναι μια αλήθεια που πρέπει να την αντέχεις – και το να αντέχεις την αλήθεια είναι ίσως η απάντηση στην πιο πάνω ερώτηση, εκεί που απάντησα ένα ξερό “δεν ξέρω”. Ευχαριστώ πολύ για τις ωραίες ερωτήσεις, αγαπώ, αγαπώ, αγαπώ savoir ville, κι εύχομαι καλή συνέχεια.
Κατερίνα Έσσλιν