Ακούγοντας φίλη να παραπονιέται ότι την Κυριακή έχει τραπέζι στην πεθερά της αντί να φύγει με τον καλό της για τριήμερο στη Σκύρο, θυμήθηκα τα κυριακάτικα υποχρεωτικά τραπεζώματα της γιαγιάς Πολύμνιας στην εποχή του δημοτικού. Μόνο σοβαροί λόγοι επιτρέπονταν για τη μη παρουσία μας, οπότε αν δεν ψηνόμασταν στον πυρετό ή δεν μας βγάζανε κάνα νεφρό, τότε κάθε Κυριακή 2 το μεσημέρι νταν, ήμασταν στη μονοκατοικία στο Ίλιον. Η γιαγιά, σκληροπυρηνική κρητικιά, 2 μέτρα αρχόντισσα και ο παππούς, καλαματιανός, 1,60 το πολύ, μικρό ανθρωπάκι, μας υποδέχονταν με φιλιά. Μετά είχαμε τα άλλα.
Αυστηρή κριτική στη μαμά μου για το πώς έκοψε τις σαλάτες, ποτέ δεν την ικανοποιούσε. Η θεία η Κούλα είχε αναλάβει το κρασί, πάντα ήταν λίγο ξύδι ή πολύ ξηρό (η γιαγιά δεν την ήθελε για τον κανακάρη της). Ο θείος ο Σταύρος ήταν αυτός που έλεγε τα πιο σόκιν ανέκδοτα που σε όλους άρεσαν αλλά τον μάλωναν τάχα μου γιατί ακούγαμε και εμείς τα ανήλικα. Ο ξάδελφος ο Άκης υπερηφανευόταν για τις επιδόσεις στο σχολείο και ας ξέραμε ότι κουτσά στραβά πέρναγε τις τάξεις.
Οι μερίδες για εμάς τα παιδιά ήταν για 3 άτομα η καθεμία και όταν τερματίζαμε και δεν πήγαινε μπουκιά κάτω, λέγαμε τάχα ότι πάμε τουαλέτα και δώστου να πετάμε στη λεκάνη ότι μπορούσαμε να κουβαλήσουμε στα κρυφά. Τον θείο Απόστολο τον είχαμε όλοι στη μπούκα γιατί ερχόταν κάθε δίμηνο σχεδόν, αλλά επειδή ήταν η αδυναμία του παππού, τον συγχωρούσαν. Εμείς ποτέ όμως.
Αχχχ, μου ήρθε τώρα η μυρωδιά της ντουλάπας της γιαγιάς. Δεν μύριζε ποτέ ναφθαλίνη όπως θα περιμένατε, είχε τη μυρωδιά από πορτοκάλι και κανέλα όπως και η ίδια, γλυκιά μυρωδιά καρφωμένη στη μύτη. Λες γι’αυτό όταν πίνω ρακόμελο να την θυμάμαι κάπου-κάπου; Άσχετο, συγνώμη. Όλο αυτό λοιπόν κράταγε αυστηρά 3 ώρες. Στις 5 ακριβώς σερβίριζαν τον καφέ από τα χεράκια της οικοδέσποινας (είχε δοκιμάσει και η θεία η Κική μια φορά, αλλά από το άγχος να τους πετύχει, τα είχε κάνει μαντάρα) και γλυκό κουταλιού για μας και 6 είχαμε ξεμπερδέψει.
Όταν η γιαγιά μας ‘’χαιρέτησε’’, μπορεί κατά βάθος να βγήκε ένα ουφ από μέσα μας, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν ξαναμαζευτήκαμε έτσι όλοι μαζί. Σκορπίσαμε άτακτα. Αλλά σε αυτό που βγάζω το καπέλο στη μυρωδιά πορτοκάλι-κανέλα, είναι ότι είχε καταφέρει να κρατήσει 4 οικογένειες για 4 ώρες (κουμπώσανε οι αριθμοί, κοίτα να δεις) ενωμένες για όσο. Το πείσμα της κρητικιάς που πέρασε και σε μένα. Ωχ, τι μας περιμένει.
Η οικογένεια είναι σημαντικό κομμάτι, δεν τα πάμε καλά με όλους, πάντα κάτι θα μας τη σπάει, κάποιος θα είναι το μαύρο πρόβατο και πόσα άλλα.
Άφησα για το τέλος βέβαια τα σημαντικά που μένουν παρακαταθήκη, τουλάχιστον στα μάτια ενός μικρού κοριτσιού. Το χαρτζιλίκι των παππούδων είναι ανεκτίμητο και πάντα αναγκαίο, ειδικά όταν στο δίνουν στα μουλωχτά (φιλί, αγκαλιά και ένα χέρι που προσπαθεί να βρει κάπου να χώσει το κατοστάρικο χωρίς να το δουν). Το σατανικό χαμόγελο του μικρού Πέτρου στους μεγάλους όταν τον ρωτάνε γιατί κλαίει η Ελενίτσα και εκείνος να απαντά ‘’που να ξέρω’’ μόνο, σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα. Την θεία Ελένη που μοιάζει πάντα σαν μοντέλο περιοδικού ξεχασμένου αιώνα, κρίμα η γυναίκα. Και φυσικά το αναγκαίο ξεμάτιασμα της μαμάς όταν γυρνάτε σπίτι, γιατί ‘’σε έφαγε αυτή η #&%@!*# η Μαρία’’ επειδή είσαι πάντα καλύτερα ντυμένη από ότι αυτή.
~ To να πας με τη παρέα σου διακοπές πριν τελειώσεις το σχολείο (τώρα έχει πέσει κατά πολύ ο μέσος όρος, τυχερά) ήταν η μεγαλύτερη αιτία μουρμούρας όταν έπιαναν οι ζέστες. Γιατί άμα δεν έχεις τη μαμά να σε κυνηγάει με το ταπεράκι, τον μπαμπά με το αντηλιακό και ο μικρός αδελφός να σου πετάει άμμο στα μούτρα, τι το θες ;
~ Το να συνεχίσεις την οικογενειακή επιχείρηση, τι και αν εσύ θες να γίνεις ζωγράφος, μάγειρας, λογίστρια, αστροφυσικός, ΟΧΙ, τόσα χρόνια ο πατερούλης έφτιαχνε το μανάβικο για να περάσει ένδοξα στα χεράκια σου, αχάριστη.
~ Φυσικά όλες οι επίσημες γιορτές, γάμοι, γενέθλια, κηδείες γίνονται σε πλήρη απαρτία με όλο το πλήθος που σε ακολουθεί εξ αίματος, για να μην γίνουν παρεξηγήσεις, αλλιώς αν είχαμε επιλογή, θα σου έλεγα εγώ.
~ Τελευταίο και καλύτερο, είναι ανήκουστο να μην δώσεις στα παιδιά σου το όνομα από τους γονείς σας, ντροπή και αίσχος και μην σου πω ότι σου αξίζει να σε βγάλουν και από τη διαθήκη. Που καιρός για τέτοιες επαναστάσεις.
Πωλίνα Δημητρακοπούλου