Δεν ξέρω τι θέλω.
Σίγουρα δεν ξέρω τι θέλω.
Ξέρω όμως τι δεν θέλω.
Μισόλογα δεν θέλω πια.
Μισές κουβέντες.
Υπονοούμενα και σενάρια.
Δεν θέλω να υποθέτω.
Να ξέρω θέλω.
Να ακούω.
Κι ας μην είμαι πάντα έτοιμη να ακούσω.
Αλλά θέλω να ακούσω.
Για να μάθω.
Κι ας μην είμαι έτοιμη να ακούσω.
“Τι”,”πώς”, “γιατί?”.
Ταλαιπωρία δεν θέλω.
Που προκύπτει από τα “δικαιώματα” χωρίς “υποχρεώσεις” που κάποιοι θεωρούν πως είναι αναφαίρετα για εκείνους την ώρα που θεωρούν αναφαίρετες “υποχρεώσεις” δικές μου και μου αφαιρούν “δικαιώματα”.
Δικαιώματα και υποχρεώσεις, υποχρεώσεις και δικαιώματα, μπερδεμένα, ανακατεμένα, ανακατεμένοι κάτοχοι τους, μπερδεμένοι αποδέκτες τους.
Αυτό δεν θέλω.
“Τα δικά σου δικά μου, τα δικά μου δικά μου δεν θέλω”, δεν θέλω.
Θέλω να παίρνω και να δίνω, να μου παίρνουν και να μου δίνουν.
Κι ας μην είναι μισά-μισά. Κι ας γέρνει η ζυγαριά για κάποιον παραπάνω.
Αλλά δεν θέλω να μην ξέρω τι θα πάρω, ούτε να μην ξέρω πόσα θα μου ζητήσουν να δώσω.
Δεν θέλω να τα πάρω όλα, θέλω να πάρω αυτά που ξέρω ότι μπορεί να μου δώσει ο άλλος.
Δεν θέλω να μην τα δώσω όλα, θέλω να δώσω αυτά που ξέρω ότι μπορεί να πάρει ο άλλος.
Λόγια δεν θέλω.
Λόγια που γίνονται πολύ όμορφες νοερές εικόνες που δεν γίνονται όμως ποτέ πραγματικότητα.
Που δεν γίνονται ποτέ πράξεις.
Δεν θέλω να ακούω “ξέρω” από κάποιον που δεν ξέρει.
Προτιμώ να ακούσω “δεν ξέρω, έλα να μάθουμε μαζί”.
Δεν θέλω να ακούω “μπορώ” από κάποιον που δεν μπορεί.
Προτιμώ να ακούσω “δεν μπορώ, έλα να μπορέσουμε ή να μην μπορέσουμε μαζί”.
Δεν θέλω να ακούω ψέματα από κάποιον που δεν μπορεί να πει την αλήθεια.
Προτιμώ να ακούσω την αλήθεια που θα με ξεβολέψει και που ίσως να ήταν καλύτερα να άκουγα ψέματα παρά την αλήθεια.
Δεν ξέρω τι θέλω.
Ξέρω όμως τι δεν θέλω.
Δεν νομίζω ότι θέλουμε ή δεν θέλουμε τελικά και πολύ διαφορετικά πράγματα.