Έτυχε να γνωρίσω μια ενδιαφέρουσα κυρία. Ήταν επιβάτης στο ταξί που οδηγούσα, σε ένα από τα μετερίζια που αξιώθηκα να βρεθώ κυνηγώντας το όνειρο στην Αμερική. Η συζήτηση μας ξεκίνησε περί βροχής. Ήταν μια ασυνήθιστα βροχερή περίοδος για το Λος Άντζελες, τα καιρικά φαινόμενα προξενούσαν αρκετά προβλήματα στην καθημερινότητα των ανθρώπων, μια καθημερινότητα που είχε συνηθίσει σε ηλιόλουστες ημέρες.
Με ρώτησε πώς πάει η μέρα μου.
-“Αισθάνομαι μια ψυχική ηρεμία και έντονη δημιουργικότητα σήμερα”, της απάντησα. Κοίτα τώρα στα καλά καθούμενα, Κυριακή πρωί, ταξιτζής να σου πετύχει. Άλλα έτσι είμαι εγώ, αν νιώθω, το λέω.
-“Ίσως η μούσα σου επικοινωνεί με σταγόνες βροχής”, μου είπε και χαμογέλασε. Δικιά μου πάστα ανθρώπου, σκέφτηκα. Χαμογέλασα και εγώ.
-“Και στον άντρα μου αρέσει…άρεσε…η βροχή”.
Εκεί κατάλαβα και η καρδιά μου σφίχτηκε. Χαμογελούσε μέσα από τον πόνο της, φαινόταν δυνατή, αλλά εκείνα τα 3 δευτερόλεπτα σιγής μεταξύ “αρέσει…άρεσε” δεν χρειάζονται συστάσεις.
Συνέχισε λέγοντας μου πως έναν μεγάλο καημό εξέφρασε ο άντρας της πριν φύγει. Δεν είχε καταφέρει, λέει, να αφήσει κάτι για τις επόμενες γενιές. Όχι λεφτά, από αυτά είχαν αρκετά. Κάποιο σύγγραμμα, κάποιο βιβλίο, κάτι από αυτά που έμαθε στη ζωή. Έφυγε νέος, δεν πρόλαβε. Την άκουγα με προσοχή. Πάντα με ενδιέφεραν οι σκέψεις των τελευταίων αναπνοών.
“Είχε αγγίξει τόσες ψυχές ανθρώπων αλλά πάντα το ξεχνούσε. Έπρεπε να δεις πόσος κόσμος ήρθε να τον ξεπροβοδίσει. Εμένα όταν έρθει η ώρα μου είμαι σίγουρη ούτε το 1/10 δεν θα εμφανιστεί!” και γελάσαμε και οι δύο φωναχτά.
Φτάναμε στο τέλος της διαδρομής μας. Αφού καλύψαμε τα σημαντικά, καταφέραμε να ανταλλάξουμε και ονόματα την τελευταία στιγμή.
“Ίσως αυτός να μην πρόλαβε, γιατί απλά έζησε. Ίσως αυτοί που τον γνώρισαν να προλάβουν”, είπα σφίγγοντας το χέρι της. “Σου εύχομαι μια ζωή γεμάτη”, μου απάντησε χαμογελώντας και χάθηκε στην βροχή. Μάλλον έτσι δουλεύει η ζωή, σκέφτηκα.