Έχει περάσει ένας επίσημος μήνας καραντίνας κι ακόμη δε μπορώ να νικήσω τα σκαμπανεβάσματα στη διάθεσή μου. Χθες αισιόδοξη, σήμερα απελπισμένη. Βγήκα να περπατήσω, είχα να βγω απ’ τη βόλτα με τον Μιχάλη. Από τότε δεν τον έχω δει ξανά, το βράδυ της Ανάστασης δεν ήταν στο μπαλκόνι του και το σπίτι του δεν είχε φως. Το περπάτημα δε βοήθησε και πολύ, στα αυτιά μου άκουγα την φωνή του κυρίου Τσιόδρα να σημειώνει την πορεία του νέου κορονοϊού και οι παλμοί μου, χωρίς να το θέλω, ανέβηκαν λιγάκι. Ο καιρός άλλαξε, ο αριθμός των νεκρών άλλαξε και το συνολικό νούμερο των κρουσμάτων είναι και πάλι άλλο. Το μόνο που μένει ίδιο είναι ο φόβος.
Φοβάμαι για τους δικούς μου, φοβάμαι πως θα αργήσει να τελειώσει ο εγκλεισμός, φοβάμαι την νέα κατάσταση των πραγμάτων, φοβάμαι πως μια νέα κρίση, μετά την οικονομική κρίση που δεν είχε καλά – καλά τελειώσει, θα έρθει για να μείνει, φοβάμαι για μένα, φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω, φοβάμαι για την νέα πλευρά της ζωής, φοβάμαι να πιάσω οτιδήποτε χωρίς να φοράω γάντια, φοβάμαι να έρθω με κάποιον κοντά, φοβάμαι πως ο κύριος Τσιόδρας θα παραιτηθεί, φοβάμαι πως θα με ξεχάσουν οι φίλοι μου, φοβάμαι πως ο Στάθης δεν θα κάνει σύντομα μωρό, όπως σκόπευε, φοβάμαι πως ο Μίμης θα πάψει να προσέχει και να πλένει σχολαστικά τα χέρια του, φοβάμαι πως την Άννα θα την πάρει από κάτω που δεν θα βρει εύκολα δουλειά, φοβάμαι πως δεν θα γίνω φωτογράφος και πολύ φοβάμαι πως ο Μιχάλης θα επιστρέψει στην Αγγλία.
Παίρνω τηλέφωνο την Άννα και της κλαίγομαι. Εκείνη, πιο ισορροπημένη από ποτέ, με ρωτάει:
«Και να σε ρωτήσω, βρε παιδάκι μου, γιατί σε φοβίζει ο Μίμης που δεν θα πλένει τα χέρια του;»
«Γιατί θα κολλήσει!»
«Σου έχει δώσει τέτοια εντύπωση;»
«Μα, ρε, Άννα, αφού σου λέω ότι δεν τον ανησυχεί κάτι! Τρέχει συνεχώς για τους δικούς του, μπαίνει παντού σε τράπεζες, φαρμακεία, σούπερ μάρκετ…παντού!»
«Ειρήνη, υπερβάλεις λιγάκι; Ψύχραιμος είναι ο Μιμάκος, όχι άπλυτος.»
Γελάμε πολύ, η κουβέντα της με καθησυχάζει, όπως πάντα.
«Λοιπόν, κάτσε καλά! Είναι απόρροια της κατάστασης ο φόβος, είναι λογικός. Δε σου λέει κανείς να μη φοβάσαι. Να φοβάσαι όσο θες, αλλά όχι για φανταστικούς λόγους. Εξάλλου κλειστήκαμε αναγκαστικά στα σπίτια μας, δε μπορεί όλα να είναι καλά… Μπορεί όμως να πάνε όλα καλά!»
Η Άννα έχει δίκιο, δε μπορεί όλα να είναι καλά. Αυτό συνέβαινε και πριν τον ιό, συμβαίνει τώρα, αυτό μπορεί να συμβεί και μετά. Υπάρχει συχνά ένας φόβος για τις αρνητικές σκέψεις και μία προσπάθεια απόκρουσης ή και αντικατάστασής τους από θετικές. Η συνεχής αποφυγή τους μπορεί εύκολα να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Είναι εύκολο να πέσεις στην παγίδα της θετικής στάσης, γι’ αυτό και απενοχοποιώ τις αρνητικές σκέψεις και επιτρέπω στον εαυτό μου να αφήσει το μυαλό του ελεύθερο.
Συνεχίζω να φοβάμαι για τους δικούς μου, σκέφτομαι πως η Άννα θα βρει αργά η γρήγορα δουλειά, εγώ θα γίνω φωτογράφος, ο Μίμης θα πλένει τα χέρια του και κάπως έτσι έρχομαι σε ισορροπία.