Η ιστορία είναι μεγάλη και κάπως προσωπική για τη γνωριμία μου με τη Λουκία. Κάποια πράγματα λένε καλύτερα να μένουν “εν οίκω”. Η ουσία όμως είναι μία. Χωρίς να ξέρουμε γιατί, πολύ γρήγορα, “κλείσαμε η μια το μάτι στην άλλη” βαθιά στη ψυχή.
Εκείνη βρήκε μια φίλη και έναν άνθρωπο που ξέρει ότι θα σταθεί βράχος σε κάθε της επιλογή, κι εγώ μια αδελφή- μικρότερη, όπως συνηθίζω να την πειράζω- μια κολλητή, έναν αυστηρό κριτή- τον πιο αυστηρό- για τα βήματά μου στο θέατρο, ένα ταυτόχρονο στήριγμα που με σπρώχνει συνέχεια προς το φως μα και μια τεράστια πηγή έμπνευσης για τη δική μου πορεία στον χώρο. Η Λουκία είναι ένα παιδί μαχητής. Και γι’ αυτό και ξεχωρίζει: για τον αυθορμητισμό, την αθωότητα, το πείσμα και την πειθαρχία της.
Ήρθε αυτή η ώρα να σε ρωτήσω πράγματα, να σε γνωρίσει ακόμα περισσότερο ο κόσμος. Είπα στην αρχή να δω παλιές σου συνεντεύξεις αλλά λέω όχι, εγώ θα τη ρωτήσω αυτά που θα τη ρωτούσα σε έναν από τους καφέδες μας ή ακόμα “χειρότερα” σε ένα βράδυ με κρασί.
Πώς βίωσες εσύ τη δική σου καραντίνα και τι είναι αυτό που σε φοβίζει περισσότερο για το μέλλον του θεάτρου υπό τη συνθήκη του covid, της μάσκας και των απαραίτητων αποστάσεων;
Όπως ήδη θα ξέρεις για μένα από τις πολλές μας κουβέντες πιστεύω πολύ στα εμπόδια. Ειδικά όταν αυτά γίνονται η αφορμή για να ανοίξει η φαντασία μας. Ο χρόνος της καραντίνας ήταν πολύ δημιουργικός για μένα. Κατάφερα να διαβάσω και να σκεφτώ και να επαναπροσδιορίσω αν θες τη σχέση μου με το θέατρο. Οπότε αν και ο λόγος που απομονωθήκαμε ήταν πολύ δυσάρεστος και τα έξοδα έτρεχαν δε θα με χάλαγε καθόλου αν η καραντίνα κράταγε περισσότερο. Δε με φοβίζει κάτι για το μέλλον του θεάτρου.. Το θέατρο είναι μια αξεπέραστη τέχνη που έχει αντέξει σε όλες τις στιγμές και τις συνθήκες. Χρειάζονται μετατροπές και ξεκαθαρίσματα. Άλλες οπτικές.. Αλλά όχι για το θέατρο φόβο δεν έχω.. Φόβο έχω για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρές ασθένειες και που παλεύουν στα νοσοκομεία. Φόβο έχω για την αγριότητα και το χαμηλό επίπεδο των ανθρώπων που στα δύσκολα αντι να ενώνονται, απομακρύνονται. Και δε φταίει ούτε η μάσκα ούτε οι αποστάσεις.
Σε είδαμε το καλοκαίρι στην περιοδεία της “Αντιγόνης”, σε σκηνοθεσία του Θ. Μουμουλίδη αλλά και στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων στα πλαίσια του Φεστιβάλ Φιλίππων να υποδύεσαι την αρχαία μάντισσα “Κασσάνδρα”, με επιμέλεια δική σου σε συνεργασία με τον φίλο και συνεργάτη σου Χρήστο Τζιούκαλια.
Ποια ήταν η εμπειρία σου και από τις δύο αυτές προκλήσεις;
Μεγάλη τιμή και ευκαιρία να δουλεύεις τόσο σπουδαία κείμενα. Αισθάνεσαι ότι προχωράς χωρίς στην πραγματικότητα να κάνεις και πολλά εσύ. Τα κείμενα αυτά σε επηρεάζουν ερήμην σου. Ο Τειρεσίας στην Αντιγόνη σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Δεν παίζεται. Αυτό που προσπάθησα είναι με αθωότητα και σεβασμό να αρθρώσω τα λόγια του και να αφήσω να με επηρεάσουν. Η Κασσάνδρα, από την άλλη, μια παράσταση performance για το φεστιβάλ Φιλίππων. Δημιουργήθηκε στη διάρκεια της καραντίνας. Με ενδιέφερε το πρόσωπο και ο μύθος της και είχα τρομερή περιέργεια να ψάξω την ιστορία της σκηνικά. Η συνεργασία μου με το Χρήστο Τζιούκαλια ήταν καθοριστική στο να γίνει πράξη οτι φαντάστηκα. Ασχοληθήκαμε πολλούς μήνες και στην πραγματικότητα αυτό που παρουσιάσαμε ήταν η διαδικασία και η εμπειρία μας με αυτό το φοβερό πλάσμα.
Η “Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια” του Ε. Άλμπι μετα από μια εξαιρετικά μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Θησείο μεταφέρεται κεντρικά σε ένα άλλο θέατρο, διαφορετικό θα λέγαμε, το θέατρο Αθηνών.
Τι σημαίνει αυτό για τη Λουκία, για τη Στήβι (τον ρόλο που υποδύεσαι) και ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη στο άκουσμα αυτής της “μεταγραφής”;
Η γίδα είναι μια παράσταση που ήρθε απρόσμενα στη ζωή μου. Το έργο δεν το ήξερα. Η πρόταση έγινε στη μέση της χρονιάς και μέσα σε ένα μήνα βούτηξα στον τρελό κόσμο του Αλμπι.. Και η επιτυχία της γίδας ήταν απρόσμενη και τα βραβεία.. Και ξαφνικά είναι η τρίτη χρονιά της παράστασης όπου έχω την επιθυμία να δω με ψυχραιμία τη Στήβι. Να την καταλάβω και να τη μελετήσω καλύτερα.. Πάντα είχα την αίσθηση ότι κάτι δε πρόλαβα να δω στη Στήβι. Και ενώ οι συνθήκες δεν ευνοούν πολύ γιατί η αβεβαιότητα μιας πρεμιέρας σε αποσυντονίζει, η συνάντηση με τον Νίκο Κουρή κ φυσικά τον Νικορέστη Χανιωτάκη τον Γιάννη Δρακόπουλο και τον Μιχαήλ Ταμπακάκη μου δίνουν δύναμη. Χαίρομαι πολύ που επιστρέφω στο θέατρο Αθηνών. Είναι ένας χώρος που η παράσταση του ταιριάζει. Ίσως περισσότερο και από το Θησείον.
Εκτός από τα θεατρικά, έχεις αναλάβει τα δύο τελευταία χρόνια και τη διδασκαλία υποκριτικής σε παιδιά δραματικής σχολής. Συγκεκριμένα της σχολής “Πράξης 7” που τελείωσα εγώ και τώρα αναλαμβάνεις τα ηνία και στην καινούργια σχολή του Λ. Λαζόπουλου. Ξέρω ότι σιχαίνεσαι τον όρο “δασκάλα”, αλλά όπως και να το ονομάσεις θα ήθελα να μας πεις αυτό που κρατάς εσύ από τη μέχρι τώρα πορεία σου σε αυτό το απαιτητικό θα λέγαμε “σπορ”.
Τι σε φοβίζει, τι σε κινητοποιεί και πώς το αντιμετωπίζει η Λουκία;
Είναι από τις μεγαλύτερες εμπειρίες της ζωής μου. Υπάρχουν στιγμές που είναι τρομερά εμπνευστικό γιατί βλέπεις και εσύ το ξεκίνημα σου. Επαναπροσδιορίζεις τη σχέση σου με το θέατρο. Τον τρόπο δουλειάς σου. Βγαίνεις απο τον εαυτό σου και προσπαθείς να μπεις στη θέση του άλλου για να τον βοηθήσεις. Ίσως να μοιάζει με την μητρότητα. Δε ξέρω δεν έχω παιδιά αλλά ίσως να μοιάζει. Είναι όμως και πολύ δύσκολο και απογοητευτικό όταν αντιλαμβάνεσαι πως τα περισσότερα παιδιά δεν έχουν ιδέα ούτε τους ενδιαφέρει να μάθουν τον λόγο που είναι σε μια σχολή. Αυτό με κουράζει γιατί δε ξέρω πως να το αντιμετωπίσω. Εγώ τη σχέση με το θέατρο μόνο όταν είναι καθολική μπορώ να την αναγνωρίσω. Μια σχέση με πολύ φως και σκοτάδι αλλά αν δε δοθείς ολοκληρωτικά ο χρόνος σου θα λήξει.
Τα πλάνα του χειμώνα. Ξέρουμε όλοι ότι θα ναι ένας παράξενος χειμώνας, με ανατροπές και πολλές αλλαγές. Ωστόσο, ποια είναι τα δικά σου εγχειρήματα θεατρικά και μη;
Εκτός απο τη γίδα και τα μαθήματα στις σχολές δεν έχω συγκεκριμένα πλάνα. Σε συζητήσεις είμαι για του χρόνου. Αλλά προσπαθώ να είμαι συγκεντρωμένη στο εδώ και τώρα.
Πώς βλέπεις τη νέα γενιά ηθοποιών; Ειλικρινά και χωρίς έλεος, πες μας τη δική σου γνώμη για τα παιδιά που ονομάζονται “νέο αίμα”
Χωρίς στόχο, χωρίς πνευματικότητα. Χωρίς περιέργεια. Διασπασμένα και μπλοκαρισμένα. Όλα αυτά τα εκφράζουν είτε με φόβο είτε με έπαρση είτε με απάθεια. Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, οι οποίες όμως χρειάζονται περισσότερο κόπο για να φωτιστούν γιατί η τάση της εποχής δεν ευνοεί τις εξαιρέσεις.
Η Λουκία σε 10 χρόνια. Τι θα ήθελες να έχεις οπωσδήποτε και τι θα ευχόσουν να έχεις πετύχει;
Με ενδιαφέρει ήδη πολύ να είμαι συνδημιουργός στις παραστάσεις.. Η επιλογή του έργου, του χώρου, των συνεργατών.. Δεν μπορώ να δω πια μόνο το ρόλο μου. Δεν μου αρκεί να είμαι εκτελεστής – ηθοποιός αναζητώ τον δημιουργό-ηθοποιό γιατί μόνο σε αυτό τελικά πιστεύω. Όταν μπορώ να συνεργάζομαι, μόνο τότε είμαι ευτυχισμένη.