Οι αγχώδεις διαταραχές είναι οι πιο συχνές διαταραχές στον κόσμο. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει νιώσει άγχος. Το άγχος είναι μια κοινή αντίδραση που σε κάποιο βαθμό απαντάται στους περισσότερους ανθρώπους με τη μορφή της υπερβολικής αντίδρασης σε ήπια στρεσογόνα γεγονότα, όπως για παράδειγμα σε παραμονές εξετάσεων, σε αναμονή σημαντικών συναντήσεων κ.ά. Θεωρείται παθολογικό όταν δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου, οπότε και έχουμε κάποια αγχώδη διαταραχή.
Οι έξι βασικές αγχώδεις διαταραχές:
* Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή: μακροχρόνιο άγχος που δεν αφορά σε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση ή αντικείμενο.
* Διαταραχή πανικού (με ή χωρίς αγοραφοβία): εμφανίζεται ξαφνικά και απότομα και συνοδεύεται από αίσθημα επικείμενου φόβου ή καταστροφής. Συχνά ακολουθείται από τρέμουλο, ζάλη, ταχυκαρδία, φόβο και δυσκολία στην αναπνοή.
* Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή: επαναλαμβανόμενες ιδεοληψίες (επίμονες σκέψεις, ιδέες, παρορμήσεις ή εικόνες) και καταναγκασμοί.
* Κοινωνική Αγχώδης Διαταραχή: έντονος φόβος ταπείνωσης ή αμηχανίας σε κοινωνικές καταστάσεις.
* Ειδική φοβία: έντονος και επίμονος φόβος για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή αντικείμενο.
* Διαταραχή μετα-τραυματικού στρες: άγχος από μια τραυματική εμπειρία. Επαναβίωση του τραύματος μέσα από όνειρα ή επαναλαμβανόμενες αναμνήσεις του συμβάντος που ταράζουν το άτομο.
Συμπτώματα:
Ψυχολογικά -> στρες, τρόμος, ανησυχία, φόβος, πανικός, ευερεθισμός.
Σωματικά -> διαταραγμένος ύπνος, πονοκέφαλοι, σφίξιμο στο στήθος, σφίξιμο στο στομάχι, ταχυκαρδία.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για να πούμε πως ένα άτομο έχει αγχώδη διαταραχή, πρέπει να πληροί τα κριτήρια που ορίζει το DSM (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) για την καθεμιά από τις παραπάνω διαταραχές. Η αιτία που προκαλείται μια αγχώδης διαταραχή δεν είναι πλήρως γνωστή, αλλά φαίνεται πως συμβάλλουν αρκετοί παράγοντες στην ανάπτυξη της, όπως είναι η χημεία του ίδιου του εγκεφάλου, η κληρονομικότητα, αλλά και το περιβάλλον. Οι νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου βοηθούν στην μεταφορά πληροφοριών από νευρικό κύτταρο σε νευρικό κύτταρο. Εάν οι νευροδιαβιβαστές είναι εκτός ισορροπίας, οι πληροφορίες δεν μπορούν να μεταβούν κατάλληλα στον εγκέφαλο. Αυτός μπορεί να είναι ένα τρόπος που ο εγκέφαλος αντιδρά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, οδηγώντας έτσι στην ανησυχία κ το άγχος. Επίσης, μερικοί ερευνητές προτείνουν πως το οικογενειακό ιστορικό παίζει ρόλο στην αύξηση της πιθανότητας να αναπτύξει ένα άτομο αγχώδη διαταραχή. Αυτό σημαίνει ότι η τάση να αναπτυχθεί μια διαταραχή περνάει από γενιά σε γενιά. Τέλος, τραυματικά και στρεσογόνα γεγονότα, όπως μία κακομεταχείριση, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, ένα διαζύγιο, η αλλαγή εργασίας ή σχολείων στην παιδική ηλικία, αλλά και η κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ, νικοτίνης ή καφεΐνης, μπορεί είτε να οδηγήσουν σε μια αγχώδη διαταραχή, είτε να την κάνουν χειρότερη.
Είναι σημαντικό για το άτομο που πάσχει από μια αγχώδη διαταραχή να έχει ένα περιβάλλον από ανθρώπους που του παρέχουν κοινωνική, σωματική και συναισθηματική υποστήριξη. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν από αυτές τις διαταραχές με την πάροδο του χρόνου αν είναι σε θέση να αποκαταστήσουν τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες τους και να λάβουν την υποστήριξη όταν χρειάζεται. Επιπλέον, με την αποφυγή που επιλέγει συνήθως το άτομο που έχει αγχώδη διαταραχή για να διαχειριστεί το άγχος, όπως για παράδειγμα με την αποφυγή καθημερινών δραστηριοτήτων, η διαχείριση αυτή έχει μόνο προσωρινό και όχι μακροχρόνιο όφελος. Χρειάζεται το άτομο να αναπτύξει δεξιότητες ώστε να αποδίδει καλά σε καταστάσεις που παράγουν άγχος. Προτείνεται, επίσης, η ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης καφεΐνης, του τσιγάρου και του ποτού, ώστε να μειωθούν οι ταχυκαρδίες και η νευρικότητα. Τέλος, χρειάζεται το άτομο να αναζητήσει επαγγελματική βοήθεια από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.