Η Βάνα αγαπάει τα μελομακάρονα. Η Γεωργία αγαπάει τους κουραμπιέδες. Από τις αρχές Δεκεμβρίου μέχρι την Πρωτοχρονιά στο γραφείο επικρατεί ησυχία. Κανείς δεν μαλώνει για το κουτί που του ανήκει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Εκτός αν κάποιος επισκέπτης μας φέρει ένα κουτί από το Zuccherino κι ανοίξει συζήτηση για την αιώνια μάχη. Τότε Βάνα κι η Γεωργία, η μία με καρύδι πεσμένο στην μπλούζα κι άλλη με πάνω χείλος πασπαλισμένο με άχνη, βγάζουν τα όπλα και τα επιχειρήματά τους για να υποστηρίζουν το αγαπημένο τους γλυκό.
#team_kourabies
Η δική μου γραμμή υπεράσπισης θα είναι αμείλικτη γιατί μέσα της περιέχει ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, βούτυρο και αμύγδαλο.
Η ιστορία του κουραμπιέ στην Ελλάδα λέγεται πως ξεκινάει το 1924 όταν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας ίδρυσαν τη Νέα Καρβάλη, στο Νομό της Καβάλας. Εκείνοι έφτιαξαν πρώτοι τους κουραμπιέδες, το γλυκό από σιμιγδάλι και βούτυρο, που, πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη, αποτελεί ένα από τα κλασικά γλυκά των γιορτών. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο “kurabiye”, δηλαδή “ξερό μπισκότο”, που κι αυτό με τη σειρά του παράγεται από το αραβικό “gurab“.
Ούσα δίκαιος άνθρωπος θα αναφέρω και την κάπως αρνητική σημασία που δόθηκε από την ιστορία στον κουραμπιέ. Η προσφώνηση καθιερώθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κουραμπιέδες ήταν οι στρατιώτες των μετόπισθεν, που δεν έπαιρναν μέρος στις μάχες και ονομάστηκαν έτσι από τα άκαπνα πρόσωπά τους. Άδικο.
Από παιδί χάζευα τους άλλους να απολαμβάνουν τα μελομακάρονα κι αναρωτιόμουν: Υπάρχει κάτι που εγώ δεν έχω καταλάβει; Δεν έχω κάτι με τα μελομακάρονα. Μυρίζουν θαυμάσια. Με την κανέλα τους, το γαρύφαλλό τους και το μέλι τους, στέκονται στην πιατέλα πασπαλισμένα, με το καρύδι τους, πάντα απείραχτα. Από εμένα. Χαζεύω όμως τους άλλους να ενθουσιάζονται στα τραπέζια. Να μην μπορούν να σταματήσουν στο ένα μελομακάρονο.
Πως μπορεί να μην σε ελκύει ένα μπισκότο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη, ποτέ δεν κατάλαβα. Πρόκειται για ένα τραγανό μπισκότο βουτύρου, αρωματισμένο με ανθόνερο, στις περισσότερες περιπτώσεις έχει μέσα αμύγδαλο και απέξω είναι σκεπασμένο με μπόλικη άχνη. Αναρωτιέμαι.
Μεγαλώνοντας, κατέταξα τους ανθρώπους σε εκείνους που αγαπούν τα μελομακάρονα και σε εκείνους που αγαπούν τους κουραμπιέδες. Κάνω παρέα και με τα δύο στρατόπεδα. Αναγκαστικά. Εξάλλου πρέπει να φερθώ έξυπνα. Ποιος θέλει μόνο φίλους που τρώνε τα ίδια γλυκά με εκείνον; Δεν θα έμενε ούτε ένας κουραμπιές για μένα.
Καταλήγοντας, πάντα θα μου τραβάει την προσοχή το λευκό, μικρό, μπισκοτένιο θαύμα της ζαχαροπλαστικής. Θα ανήκω πάντα στην ομάδα του κουραμπιέ κι ο κουραμπιές, ακόμα κι σαν άκαπνος στρατιώτης, θα παραμένει πάντα ο δικός μου ήρωας, μέσα στην καρδιά μου.
#team_melomakarono
Τα πρώτα Χριστούγεννα στο γραφείο του Savoir Ville ήταν και οι πρώτες μου μέρες σε αυτό και ήμουν ψαρωμένη. Δεν ήξερα αν πρέπει να δείξω τη σχέση πάθους που έχω με το φαγητό. Η Γεωργία είναι άνθρωπος που ξέρει πώς να κάνει υπομονή. Δεν είναι λαίμαργη, μπορεί να αφήσει το γλυκό της δίπλα στο πληκτρολόγιο και να περιμένει να το φάει μετά το μεσημεριανό της για να το απολαύσει. Εγώ από την άλλη, θα το φάω τη στιγμή που μου προσφέρεται, λαίμαργα, ψάχνοντας ακόμα ένα.
Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς ένα ραντεβού μας έφερε ένα κουτί με Χριστουγεννιάτικα γλυκά από το Zuccherino. Μια τεράστια μπλε συσκευασία γεμάτη μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Εγώ κατευθείαν απλώνω το χέρι μου να πιάσω ένα μελομακάρονο, προσπαθώντας να μετρήσω πόσα είναι για να ξέρω πόσα θα πρέπει να “θυσιάσω” για να φάει η Γεωργία. Το plot twist όμως δεν προειδοποιεί, απλά έρχεται. Η Γεωργία παίρνει με αργές κινήσεις έναν κουραμπιέ από το κουτί, λέγοντας πως είναι το αγαπημένο της Χριστουγεννιάτικο γλυκό.
“Συγγνώμη, ποιος προτιμάει τους κουραμπιέδες και απορρίπτει τα μελομακάρονα;”, ρώτησα σοκαρισμένη ως intern εκτός εαυτού. “Την ίδια απορία έχω και εγώ για εκείνους που προτιμούν τα μελομακάρονα”, μου είχε πει.
Τι εννοείς γιατί τα μελομακάρονα;
- Για το αλεύρι, το σιμιγδάλι, τη ζάχαρη, το πορτοκάλι, το κονιάκ, τα αρωματικά.
- Γιατί οι Άγγλοι το αποκαλούν “small honey cake” και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν η ιδιότητά σου είναι “cake”.
- Γιατί η γεύση του είναι πολυδιάστατη. Ξεκινάει απαλά, φέρνει εντάσεις και αφήνει στον ουρανίσκο μια επίγευση που σε κάνει να θέλεις κι άλλο.
- Γιατί μπορώ να το φάω για πρωινό, για μεσημεριανό, στη στάση, στο αυτοκίνητο, χωρίς να λερωθώ με ζάχαρη άχνη.
- Γιατί τα καρύδια σε ένα γλυκό απλά είναι αξεπέραστα.
- Γιατί μου θυμίζει σκηνές τις παιδικής μου ηλικίας που οι γονείς μου αναρωτιόντουσαν ποιος έφαγε όλα τα μελομακάρονα σε μια μέρα. Ναι, εγώ. Συγγνώμη.
- Γιατί είναι μαλακά και τραγανά ταυτόχρονα. Σαν τις τηγανητές πατάτες.
Η Γεωργία με κοιτούσε σαν να είμαι εξωγήινος. Τότε συνέχισα να εκνευρίζομαι, αλλά όχι πια. Δύο χρόνια μετά, συνειδητοποιώ πόσο με βολεύει το ότι η Γεωργία προτιμά τους κουραμπιέδες. Μένουν όλα τα μελομακάρονα για εμένα. Ακόμα και το ενδεχόμενο να της είχα αλλάξει τότε γνώμη μου προκαλεί πανικό. Θα έπρεπε να παλέψω για τη Χριστουγεννιάτικη αγάπη της ζωής μου, ενώ μου ανήκει δικαιωματικά.
*** Κι έτσι παραμένουμε αγαπημένες.