“Μια βδομάδα χωρίς καθρέφτη”, ήταν η αποστολή που μου ανέθεσε το savoir.
“Eύκολο για μια πράκτορα σαν εμένα”, σκέφτηκα.
Η σχέση μου με τον καθρέφτη δεν ήταν ποτέ καλή. Ούτε δυνατή.
Δεν θα την χαρακτήριζα τίποτα άλλο παρά τυπική.
Το πρωί μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη του μπάνιου πλένοντας μούρη-δόντια.
Φεύγοντας από το σπίτι μια γρήγορη ελεγκτική ματιά στον καθρέφτη που υπάρχει στην εξωτερική μεριά του ασανσέρ για να δω αν με παχαίνει το παντελόνι, ή η φούστα, και μερικές άλλες αναγκαστικές ματιές όταν και άμα χρειαστεί να βαφτώ. Σπάνια δηλαδή.
Οι περιπτώσεις που κοιτάω το καθρεφτάκι για να δω αν έχω κάποιο μαρούλι στα δόντια, ή τον καθρέφτη του αυτοκινήτου για να παρκάρω δεν νομίζω να μετράνε. Που δεν μετράνε δηλαδή. Κανείς δεν θέλει να έχει μαρούλι στα δόντια και κανείς δεν θέλει να τρακάρει.
“Πλάκα θα έχει”, σκέφτηκα καθώς ξάπλωνα να κοιμηθώ το βράδυ πριν την πρώτη μέρα της αποστολής μου και πριν με πάρει ο ύπνος και δω όνειρο την μητριά της Χιονάτης να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να τον ρωτάει όχι “καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο”, αλλά να τον ρωτάει “καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια έχει μαρούλι στα δόντια?”, αυτό ήταν το άγχος μου, μην χρειαστεί στα πλαίσια της αποστολής να κυκλοφορήσω με κάποιο μαρούλι στα δόντια.
Την πρώτη μέρα είχε πλάκα.
Σηκώθηκα, πήγα χτυπώντας στους τοίχους στο μπάνιο, έκανα βαθιά υπόκλιση στον νιπτήρα για να πλύνω μούρη-δόντια και ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι όταν έκανα γαργάρες με το λίστεριν για να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Κάπου εκεί θυμήθηκα την αποστολή και σκιάχτηκα. Κατάπια κατά λάθος το λίστεριν και έβαλα τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπο μου για να μην με βλέπω.
Αφού ξεπέρασα το σοκ του καψίματος των σωθικών μου και έκανα μπάνιο, ξεκινησα να ετοιμάζομαι για την δουλειά. Ντύθηκα, χτενίστηκα-συνειρμικά, όπως πήγαινε το χέρι και η βούρτσα δηλαδή-και βγήκα από το σπίτι. Με κλειστά τα μάτια, καθώς το ασανσέρ που είναι μπροστά στην είσοδο του σπιτιού έχει καθρέφτη μέσα-έξω. Μπήκα στο ασανσέρ με κλειστά μάτια και μέχρι το ισόγειο είχα κλειστά τα μάτια. Κανένας Παπακαλιάτης. Η πρώτη μέρα κύλισε σχετικά εύκολα με μόνη δυσκολία το ότι έκλεινα τα μάτια όταν πήγαινα στην τουαλέτα στην δουλειά. Ευτυχώς δεν υπήρχε κάποιος συνάδελφος να με δει να βγαίνω από την τουαλέτα και να πλένω τα χέρια μου σαν τον Φωτόπουλο στην “κάλπικη λιρα”.
Την δεύτερη μέρα της αποστολής άρχισαν τα δύσκολα. Είχα ραντεβού στο κομμωτήριο. Προγραμματισμένο αρκετό καιρό πριν την ανάθεση της αποστολής και με την ρίζα πέντε δάχτυλα δεν σήκωνε ακύρωση. Καθισμένη τρείς ώρες στην πολυθρόνα του κομμωτηρίου διάβασα ό,τι περιοδικό υπήρχε-ακόμα και αυτά του 2007-, πέρασα 14 πίστες στο κάντι κρας, έκανα εκαθάριση στα μέιλς μου από το κινητό και όλα αυτά για να μην κοιτάξω στον καθρέφτη. “Σ’αρέσουν?”, με ρώτησε η κοπέλα όταν τελείωσε βαφή-χτένισμα. “Ναι, ναι” της είπα δαγκώνοντας το μπουφάν που φόρεσα βιαστικά για να φύγω χωρίς να κοιτάξω στον καθρέφτη. “Μα δεν τα είδες”, μου είπε απορρημένη. “Σου έχω εμπιστοσύνη”, της είπα και έφυγα έχοντας την απορία αν με έχει βγάλει πράσινη.
Την τρίτη μέρα συνέχισα να χτενίζομαι στα τυφλά, να ντύνομαι στα τυφλά, να μπαινωβγαίνω στην τουαλέτα και στο ασανσέρ στα τυφλά. Είχα μπορώ να πω συνηθίσει. Μόνο που δεν είχε συνηθίσει η κυρία Κουλα, του πέμπτου. Που μπήκε στο ασανσέρ και με βρήκε με κλειστά τα μάτια. Από τον τρίτο όροφο μέχρι το ισόγειο δεν άνοιξα τα μάτια μου, καθώς αντί να σταθεί δίπλα μου και να γυρίσω να την κοιτάω για να μιλάμε σαν άνθρωποι, στάθηκε απέναντι μου, πλάτη στην πόρτα του ασανσέρ που όπως προείπα έχει καθρέφτη. Πού να ανοίξω τα μάτια μου? “Τι έχεις Ισμήνη, είσαι καλά?”, με ρώτησε η καημένη όλο ενδιαφέρον. “Τίποτα κυρία Κούλα, νυστάζω πολύ”, της απάντησα.”Α φτάσαε ισόγειο ε? Ώρα να ξυπνήσω”, της είπα και άνοιξα τα μάτια μου όταν άνοιξε η πόρτα.
Οι μέρες περνούσαν. Είχα πλέον αρχίσει να ξεχνάω πώς είμαι. Αλλά είχα αρχίσει και να ανησυχώ λίγο. Για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο επειδή πλησιάζαν εκείνες οι μέρες του μήνα. Και κάθε που πλησιάζουν εκείνες οι μέρες του μήνα πετάγεται και ένα σπυρί που θα μπορούσε να στείλει αποστολή η νασα για να το εξερευνίσει. Δεν μπορούσα να κοιταχτώ στον καθρέφτη ωστόσο, οπότε διά της ψηλάφισης έκανα αυτοψία στο πρόσωπο μου. Ψηλάφισα ένα σπυρί, μικρό δεν μπορώνα πω κι έβαλα τοπικά μέικαπ. Δεν μπορούσα να δω αν το είχα απλώσει καλά, αλλά δεν με ένοιαζε και πολύ. Αν δεν το είχα απλώσει καλά όλο και κάποιος θα μου το έλεγε. “Χάλια κοντούρινγκ έκανες”, να ορίστε, μου το είπε ο συνάδελφος. Που ανάθεμα κι αν ήξερε τι είναι το κοντούρινγκ και ανάθεμα αν ήξερε γιατί βγήκα έτσι έξω. “Έλα που έμαθες και το κοντούρινγκ”, του είπα και άπλωνα το μέικαπ ανάθεμα κι αν ήξερα πού και πώς το άπλωνα.
Πέμπτη μέρα και όλα καλά. Ευτυχώς δεν είχε χρειαστεί να βαφτώ. Δηλαδή δεν είχε χρειαστεί να πάω κάπου για να βαφτώ γιατί γενικά δεν βάφομαι. Μόνο άμα φάω παγωτό σοκολάτα που αναγκαστικά βάφομαι με παγωτό σοκολάτα. “Ευτυχώς” είπα ε? Ε πού να ξερα.
Την μέρα εκείνη ήρθε το πολυπόθητο μήνυμα. “Θα βγούμε σήμερα;”, έγραφε το μήνυμα. Πώς το έχει πει ο Κοέλιο; “Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ το σύμπαν συνωμοτεί για να μην μπορείς να βαφτείς;”, ε αυτό ακριβώς. Δεν μπορούσα να πω “όχι”, δεν ήθελα να πω “όχι”. Είπα ναι και προσπάθησα να βαφτώ μόνη μου. Δεν θέλετε να ξέρετε το αποτέλεσμα, Ούτε και εγώ θα το ήξερα αν δεν με ρωτούσε ο συγκάτοικος μου μόλις με είδε αν άνοιξε το τριώδιο. Απελπίστηκα. Το φιάσκο ερχόταν. Είχα δύο επιλογές. Η μία ήταν να εμφανιστώ σαν υπέρμαχος της φυσικής ομορφιάς, και των μαύρων κύκλων και η άλλη ήταν να έρθει να με βάψει μια φίλη μου. Την λύση να με βάψει ο συγκάτοικος μου που προσφέρθηκε την αρνήθηκα, για να μην ανοίξει κι άλλη φορά το τριώδιο. Ήρθε να με βάψει η φίλη μου η Άννα. “Λίγο βάψε με ε; Ξέρεις τώρα, όχι σαν πρωτοχρονιά στον Ρουβά”, της είπα. Με έβαψε, ντύθηκα και έγινε η Άννα και ο συγκατοικός μου ο καθρέφτης μου στο αν με παχαίνει το φόρεμα. Πήγα στο ραντεβού και μάλλον έγινε ο πιο ευτυχισμένος άντρας στον κόσμο καθώς δεν σηκώθηκα ούτε μία φορά για να πάω να φρεσκαριστώ. Και μάλλον για αυτό μου ζήτησε να ξαναβγούμε,”οκ, μετά από τρείς μέρες”, του απάντησα αφού υπολόγισα πόσες μέρες μένουν για να λήξει η αποστολή.
Έκτη μέρα και μάλλον θα έπρεπε να βγάλω τα φρύδια μου. Είχα να τα βγάλω αρκετό καιρό και έπιανα διάφορες φρυδότριχες που θα μπορούσαν να γίνουν κοτσίδα. “Υπομονή” έλεγα στον εαυτό μου. “Υπομονή και Φρίντα Κάλο”.
Έκανα υπομονή. Και ξημέρωσε η τελευταία μέρα. Λακ στα φρύδια, κοτσίδα το μαλλί, λίγη μάσκαρα που δεν χρειάζεται καθρέφτη, τοπική εφαρμογή μέικαπ στο σπυρί-πλανήτη και έτοιμη να υποδεχτώ τους πέντε φίλους που είχαμε καλέσει. Χτυπούσαν το κουδούνι κάτω τους άνοιγα την κάτω πόρτα και την πάνω πόρτα χωρίς να τους περιμένω. Είπαμε, καθρέφτης στο ασανσέρ. “Καλά μουλάρα είσαι?¨, μου έλεγαν μπαίνοντας στο σπίτι. “Όχι μωρέ, κοίταζα το φαϊ”, τους απαντούσα. Κάτσαμε, φάγαμε, ήπιαμε, μιλήσαμε. “Έλα, έλα σέλφι”, είπε ο Νίκος. “Άσε, δεν θέλω εγώ, βγάλτε εσείς”, είπα. “Α όχι, όλοι μαζί”, επέμεναν όλοι. Σέλφι; Θα έπρεπε να αυτοκοιταχτώ στην οθόνη δηλαδή, δεν το ήθελα αυτό. “Άντε καλά με γκριμάτσες όμως ε;”, είπα και βγήκαμε όλοι σαν βλαμένα.Ε τι μόνο εγώ θα έβγαινα με κλειστά μάτια και γλώσσα έξω;
Ξύπνησα. Η αποστολή είχε τελειώσει. Πήγα στο μπάνιο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Α ώστε έτσι είμαι ακόμα τελικά ε; Καλά ήταν μια βδομάδα χωρίς καθρέφτη. Αν έχεις κάποιον να σε βάψει αν χρειαστεί και αν δεν έχεις ρίζα πέντε δάχτυλα δεν χρειάζεται και πολύ ο καθρέφτης. Α! Και αν δεν σκέφτεσαι τι μπορεί να σκέφτεται η κυρία Κούλα του πέμπτου κάθε φορά που θα σε βλέπει με κλειστά μάτια στο ασανσέρ.