Οι πρώτες στιγμές της μέρας ξεκινούν. Τα μάτια ανοίγουν για λίγο και κλείνουν πάλι. Δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει αυτή η διαδικασία. Και αυτό το πρωινό μια σκέψη σου χτυπάει την πόρτα και ζητάει να της ανοίξεις. Και παίζει ανάμεσα στα κλειστά και τα ανοιχτά βλέφαρα. Σε σκουντάει δυνατά. Το σώμα ξεκολλάει από το στρώμα. Κάθεσαι στην άκρη του κρεβατιού και εξερευνείς τον έξω κόσμο. Για λίγο και αυτό. Και είναι τόσο λίγο αυτό το λίγο που δεν προλαβαίνεις να κάνεις δεύτερη σκέψη. Μόνο εκείνη η ίδια πρώτη σκέψη που έρχεται τα πρωινά μονοπωλεί το ενδιαφέρον.
Σέρνεις το κορμί αργά και σταθερά πάνω στις σαγιονάρες. Είναι από τα λίγα καλοκαιρινά αξεσουάρ που ακόμα αρνείσαι να εγκαταλείψεις. Κι ας είναι Οκτώβριος. Ε, και τι μ’ αυτό. Το κορμί είναι ακόμα ζεστό από το καλοκαίρι και το στρώμα. Κοιτάς το πρόσωπό σου στον καθρέφτη του μπάνιου.
Καλημέρα! Θα ‘ναι μια καλή μέρα σήμερα. Θα δεις… του λες και ρίχνεις μπόλικο κρύο νερό.
Κοιτάζεσαι πάλι στον καθρέφτη, ενώ οι σταγόνες του νερού κυλάνε πάνω του, μέχρι που τις χάνεις από τα μάτια. Τώρα ναι… Αυτό το λες και ξύπνημα κανονικό. Ή λείπει κάτι. Ποτέ ένα ξύπνημα δεν μπορεί να είναι κανονικό αν δεν έχει μια κούπα καφέ. Ναι, σήμερα θα πιεις τον πρώτο σου ζεστό καφέ.
Πας προς την κουζίνα. Η καφετιέρα του γαλλικού σε περιμένει στη θέση της για να πάρει μπρος. Μπαίνει στην πρίζα. Βάζεις ένα φίλτρο, καφέ με άρωμα βανίλια φουντούκι και νερό για δύο κούπες. Πριν ανοίξεις το On αποφασίζεις ότι αυτός ο πρώτος ζεστός καφές θα είναι γεμάτος και προσθέτεις λίγο ακόμα. Κλικ και όλα ξεκινάνε. Κάθεσαι σε μια καρέκλα, στερεώνεις το χέρι σου στο τραπέζι και στην παλάμη σου ακουμπάς το μισοξύπνιο πρόσωπό σου. Παρακολουθείς τις σταγόνες να πέφτουν στην γυάλινη κανάτα. Είναι ίδιες με εκείνες στο πρόσωπο σου, αλλά αυτές δε χάνονται. Μία μία μέσα στην κανάτα για δυο κούπες καφέ.
Δεν ξέρεις πόση ώρα θα κρατήσει αυτό. Απλά απολαμβάνεις τις σταγόνες να πέφτουν και να κάνουν σχέδια, καθώς συναντάνε τις άλλες μέσα στην κανάτα. Ο χαρακτηριστικός ήχος της καφετιέρας σου θυμίζει ότι το νερό τελείωσε και μαζί θα τελειώσουν και οι σταγόνες. Πλησιάζεις. Κλικ. Η καφετιέρα στο Off. Κάποιες τελευταίες ατίθασες μικρές σταγόνες ξεφεύγουν και συναντάνε τις άλλες.
Απλώνεις το χέρι και παίρνεις δύο κούπες. Τις αγαπημένες σας. Μη ρωτάς. Ξέρεις. Βάζεις τη μια δίπλα στην άλλη και αδειάζεις τον καφέ ήσυχα. Πότε στη μία και πότε στην άλλη. Να είναι η ίδια η ποσότητα. Ο καφές αχνίζει στο πρόσωπό σου και η μυρωδιά συναντάει ένα βαθύ χαμόγελο κι εκείνη την πρώτη σου σκέψη.
Δεν προσθέτεις τίποτ’ άλλο. Έτσι σκέτο σας αρέσει να τον πίνετε. Χρόνια τώρα. Ο ήλιος απλώνεται στο σαλόνι. Ακουμπάς τις κούπες στο τραπέζι και αδειάζεις το κορμί σου στον λευκό καναπέ. Κάθε πρωί τα ίδια. Εσύ, εκείνη η πρώτη σκέψη που έρχεται τα τελευταία πρωινά και ο καφές σας. Πίνεις μια γουλιά κι εκείνη άλλη μία. Της κλείνεις το μάτι.
Θα ‘ναι μια καλή μέρα σήμερα. Θα δεις, της λες.
“Αφού το θέλουμε κι οι δύο”, σου απαντά.
Κι είναι εκείνη η σκέψη που σου χτυπάει την πόρτα το πρωί όταν ανοίγεις για πρώτη φορά τα μάτια. Κι είναι αυτή η σκέψη που συναντά ένα όνειρο, μια επιθυμία, έναν έρωτα…Και το μόνο που ζητάει είναι της ανοίξεις. Και να πιεις μαζί της μια κούπα καφέ. Από κείνον τον δικό σου. Και να βγείτε μαζί έξω, γιατί…
Θα ‘ναι μια καλή μέρα σήμερα. Θα δεις!