- Είμαι στην δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι αύριο, Δευτέρα του Πάσχα θα είναι η τελευταία μέρα που θα είμαστε ανοιχτά. Την Δευτέρα του Πάσχα είναι η τελευταία μέρα λειτουργίας του μαγαζιού. Οι ιδιοκτήτες δεν μπορούσαν να παρευρεθούν για να σας το ανακοινώσουν και το ανέθεσαν σε εμένα. Στεναχωριέμαι όσο εσείς, λυπάμαι όσο εσείς, αγωνιώ όσο εσείς για το μέλλον. Και εγώ προσωπικά σας ευχαριστώ για όλα.
Ήταν Κυριακή του Πάσχα, βράδυ, και το μαγαζί είχε αδειάσει. Κλείναμε. Οι περισσότεροι γιόρταζαν την Ανάσταση αλλά εμείς είχαμε Μεγάλη Παρασκευή όνομα και πράγμα όταν μας ανακοίνωσε ο υπεύθυνος του καταστήματος πως θα είχαμε δουλειά για μία μέρα ακόμα. Πως θα είχαμε δουλεία, μισθό, καθημερινότητα, ασφάλεια και ασφάλιση, λόγο να βάλουμε ξυπνητήρι.
Το περιμέναμε όλο αυτό. Το βλέπαμε να έρχεται. Κάτι η απουσία των ιδιοκτητών, κάτι οι καθυστερήσεις των πληρωμών, κάτι μερικές παραιτήσεις υπευθύνων, κάτι κάποια συνεργεία που ερχόντουσαν και μετρούσαν, τοίχους, πόρτες, διαστάσεις. Κι εμείς μετρούσαμε τις μέρες που μας απομένουν εκεί μέσα, το μέγεθος της ευαισθησίας και της υποχρέωσης των ιδιοκτητών να μας ενημερώσουν για το τι πρόκειται να γίνει, την ελπίδα μας πως αν πρόκειται να κλείσει το μαγαζί θα μας ενημερώσουν τουλάχιστον έγκαιρα. Κάτι που δεν έγινε παρά μερικές μέρες πριν μπει λουκέτο στην επιχείρηση και στην μέχρι τότε ζωή μας.
Μετά την ανακοίνωση αυτή του υπευθύνου ακολούθησε χάος. Άλλο να περιμένεις κάτι κι άλλο να γίνεται, και να επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους σου. Απανωτές ερωτήσεις, αν θα πληρωθούμε τα χρωστούμενα,τα δεδουλευμένα, τα νόμιμα. Αν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε στην δουλειά την μέρα που απέμεινε, αν οι ιδιοκτήτες είχαν προνοήσει να μας απασχολήσουν σε κάποιο άλλο από τα μαγαζιά του ομίλου επιχειρήσεων που είχαν.
«Τα χρήματα σας θα τα πάρετε και θα μεταφερθείτε σε άλλα μαγαζιά, το πότε δεν ξέρω», απάντησε ο υπεύθυνος. «Ελάτε την Τρίτη το πρωί που θα είναι εδώ οι ιδιοκτήτες να σας πουν».
Αποσβολωμένοι και «χαμένοι» μείναμε να συζητάμε και να μοιραζόμαστε τους φόβους μας. Οι περισσότεροι πίστευαν πως δεν θα πάρουμε τα λεφτά μας. Πως για να κλείνουν την επιχείρηση από την μια στιγμή στην άλλη θα είναι νομικά αλλά και χωρίς την κάλυψη του νόμου καλυμμένοι να μην μας πληρώσουν, να μην μας αποζημιώσουν. Πως είμαστε αρκετά άτομα για να μας απασχολήσουν σε άλλα μαγαζιά του ομίλου. Κάποιοι λίγοι ρομαντικοί ή ηλίθιοι πιστεύαμε πως και τα χρήματα μας θα πάρουμε, και σε άλλο μαγαζί θα πάμε. Ηλίθιοι μάλλον τελικά.
Την επόμενη μέρα πήγαμε στην δουλεία μας. Κάποιοι. Λίγοι. Οι περισσότεροι απάντησαν με κανόνι στο κανόνι που μας έριξαν.Δουλέψαμε κανονικά, τελετουργικά, αποχαιρετιστήρια. Και λόγω της απουσίας κάποιων δουλέψαμε και παραπάνω. Στο κλείσιμο του μαγαζιού χαιρετήσαμε το μαγαζί και τους συναδέλφους μας με δάκρυα και με το «αύριο το πρωί όλοι εδώ έτσι;» Και με ένα «φοβάμαι» που έβλεπε ο ένας στα μάτια του άλλου.
Το επόμενο πρωί ήμασταν όλοι εκεί. Να βλέπουμε να ξηλώνουν το μαγαζί, την μέχρι τότε ζωή μας, τις μέρες που περάσαμε εκεί, τις στιγμές μας. Κανείς εκ των ιδιοκτητών δεν ήταν εκεί. Παρά μόνο δυο υπεύθυνοι που μας ανακοίνωσαν «θα ενημερωθείτε». Μετά από αρκετές ώρες φύγαμε. Περιμένοντας να ενημερωθούμε, περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει.
Οι μέρες πέρασαν. Για κάποιους από εμάς βρέθηκε θέση σε κάποια μαγαζιά του ομίλου για κάποιους όχι. Αλλά για όλους μας δεν βρέθηκε τρόπος να πάρουμε τα δεδουλευμένα.
Οι μέρες της ανεργίας ήρθαν. Αυτές οι μέρες που ξυπνάς ανοίγεις την τηλεόραση αλλά κοιτάς τον τοίχο. Που στέλνεις αναρίθμητα βιογραφικά ακόμα και σε δουλειές που δεν ξέρεις να κάνεις. Οι μέρες που ρωτάς γνωστούς, φίλους, αγνώστους αν έχουν κάτι στον νου τους για εσένα. Οι μέρες που περνούν και μετράς τα λεφτά σου για να δεις πώς θα περάσεις. Οι μέρες που δεν έχεις απάντηση στα βιογραφικά σου, οι μέρες που περνάς συνεντεύξεις που κλείνουν με ένα «θα σας ενημερώσουμε» που ποτέ δεν έρχεται. Οι μέρες που θέλουν να σου δώσουν χρήματα οικογένεια και φίλοι κι εσύ δεν θες να τα πάρεις. Οι μέρες που θα σε κεράσουν καφέ οι δικοί σου άνθρωποι κι εσύ θα βάλεις τα κλάματα. Οι μέρες που θα ξυπνήσεις, θα κλείσεις τις κουρτίνες και θα κοιτάς για πέντε ώρες την κορνίζα στον τοίχο, θα δεις οτι δεν ταιριάζει εκεί και θα την βάλεις σε όλα τα πιθανά σημεία του σπιτιού, ακόμα και μέσα στον φούρνο.
Κι έτσι πέρασαν αυτές οι 47 μέρες. Μέχρι που μια μέρα, σε κάποιο ίντερβιου η απάντηση δεν ήταν «θα σε ενημερώσουμε», αλλά «έλα την Τρίτη». Την Τρίτη που είναι μετά την Δευτέρα, σαν να ήταν συνέχεια της Δευτέρας του Πάσχα που μπήκε λουκέτο. Στο μαγαζί και στην ζωή μου, μας. Συνέχεια της Δευτέρας, συνέχεια της ζωής μου, μας.
Καινούργιοι εργοδότες, καινούργιοι συνάδελφοι, καινούργιο μαγαζί. Καινούργια η ίδια εγώ. Κι όσο βουνό και να φαινόταν το να μάθω και να με μάθουν καινούργιοι άνθρωποι, τόσο αναζωογονητικό και ελπιδοφόρο ήταν. Εκείνο το πρωινό της Τρίτης έβαλα ξυπνητήρι, άνοιξα τις κουρτίνες, έβγαλα την κορνίζα από τον φούρνο και πήγα στην καινούργια μου δουλειά. Αρκετά χρόνια μετά, ξυπνητήρι, κουρτίνες, κορνίζα και εγώ είμαστε στην ίδια θέση.