Και δεν είναι καθόλου εύκολο όσο ακούγεται. Θέλω να πω ότι δεν είναι καθόλου εύκολο για άτομο που η πρώτη και η τελευταία κίνηση της ημέρας του είναι να βάλει και να βγάλει τα γυαλιά του. Για άτομο του οποίου το ιατρικό ανακοινωθέν αυτή τη στιγμή λέει: “14,5 βαθμούς μυωπία (σε κάθε μάτι), 2 βαθμούς αστιγματισμό, 2 εγχειρήσεις αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς, 8/10 μέγιστη οπτική οξύτητα και μόνιμη παραμόρφωση αντικειμένου στο δεξί μάτι.”

Εσμεράλντα
Εσμεράλντα

Όλα ξεκίνησαν όταν διάβασα το άρθρο συντάκτριας του Savoir Ville με τίτλο Οι στιγμές μιας κοπέλας όταν πρέπει να βάλει για πρώτη φορά γυαλιά. Θυμήθηκα φίλη να μου λέει ότι έχει πολλή μυωπία. Όπου το “πολλή μυωπία” μεταφράζεται σε… 3,25 βαθμούς. Και κάπως έτσι, θέλησα να μπω σε αυτή την δοκιμασία. Μία μέρα χωρίς γυαλιά ή φακούς. Μια μέρα τα πάντα θολά. Μια μέρα μες στην ομίχλη. Πόσο τραγικό μπορεί να είναι; 

Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 9, άνοιξα τα μάτια μου, έβγαλα χέρι από το πάπλωμα και αμέσως σκέφτηκα ποιος σηκώνεται πάλι με τέτοιο κρύο; Έκανα κίνηση να πάρω τα γυαλιά από το κομοδίνο και αμέσως θυμήθηκα ότι σήμερα είναι η μέρα που δεν θα τα χρησιμοποιήσω και πάγωσα ακόμα πιο πολύ! Νομίζω πρώτη φορά ανάγκασα τον εαυτό μου να χουχουλιάσει για καμιά ώρα, χωρίς να θέλει.

Σηκώθηκα γύρω στις 10. Πρώτη στάση, το μπάνιο. Σε αυτό το σημείο να πω δυο πράγματα, πρώτον, δεν σιχαίνομαι τις κατσαρίδες. Δεύτερον, δεν έχω δει ποτέ κατσαρίδα στο μπάνιο μου. Ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου και ενώ τα έβλεπα όλα λευκά και ομιχλώδη, κάτι κάτω χαλούσε αυτή την αρμονία. Ώρα είναι να το ζήσω και αυτό, σκέφτηκα. Δεν θα το παίξω Κουταλιανός, προφανώς και μια κατσαρίδα υπερέχει απέναντι σε μία Παναγιώτα χωρίς γυαλιά, πράγμα που είναι αρκετά τρομακτικό από μόνο του. Αυτό το “κάτι κάτω” δεν κουνιόταν για αρκετή ώρα, ούτε αντιδρούσε στα προειδοποιητικα πηδηματάκια μου. Πήρα κουράγιο απο αυτό και πλησίασα. Το πάτησα, πολύ σκληρό. Όκ λέω, το’χουμε. Ή ήταν κάτι ψόφιο ή κάτι που έπαιζε συγκλονιστικά καλά θέατρο. Το σήκωσα και αφού το έφερα σε απόσταση 10 εκατοστών από το μάτι μου, (ναι, σε αυτή την απόσταση ξεχωρίζω πλήρως ένα αντικείμενο) είδα ότι ήταν το κλάμερ της αδερφής μου. Ωραία ξεκινήσαμε, λέω.

Δεύτερη στάση, η κουζίνα και ο καφές. Κακά τα ψέματα, όλες οι κινήσεις μας αφού σηκωθούμε από τον ύπνο είναι μηχανικές. Αυτό πίστευα. Πλέον σε αυτό προσθέτω έναν αστερίσκο. Όλες οι κινήσεις μας αφού σηκωθούμε από τον ύπνο είναι μηχανικές, με την προϋπόθεση και την ασφάλεια του ότι βλέπεις*. Οπότε καθόλου περίεργο που το μπρίκι ΔΕΝ γέμιζε με νερό ενώ είχα ανοιχτή τη βρύση. Και άκρως αναμενόμενη η μυρωδιά καμμένου όσο ψηνόταν ο ελληνικός (είχαν πέσει κόκκοι καφέ στο μάτι της κουζίνας). Μπορεί να μην κέντραρα καλά αλλά ο καφές δεν χύθηκε και αυτό είναι για self high five! Πηγαίνοντας στο σαλόνι να τον πιω σκόνταψα στον τοίχο του χωλ και ζήτησα συγγνώμη! Πόσο κυρία;

Αφού βγήκα στο μπαλκόνι, μάζεψα τα ρούχα και τα δίπλωσα, αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να μαγειρέψω. Πήγα στην κουζίνα, σκόνταψα πάλι στον τοίχο του χωλ, ζήτησα ξανά συγγνώμη και ξεκίνησα να φτιάχνω τις φακές. Δεν δυσκολεύτηκα όσο φανταζόμουν, κυρίως γιατί στην οικογένεια δεν έχουμε πρόβλημα με τα αλμύρα ή παραβρασμένα φαγητά. Οπότε ήμουν πολύ χαλαρή, ό,τι πέσει όπως πέσει. Όσο μαγειρεύονταν οι φακές, συνειδητοποίησα τρία πράγματα. Ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωρίς τα γυαλιά μου, όπως να διαβάσω ένα βιβλίο ή να δω τηλεόραση, να βάλω έναν φορτιστή στην πρίζα (!), ότι ο τοίχος του χωλ μπαίνει συνέχεια μπροστά σου και ότι μας έχει τελειώσει το ψωμί (ή είναι κάπου που δεν το βλέπω).

Επόμενη στάση λοιπόν, ο δρόμος. Έπρεπε να πάρω ψωμί, το απαιτούσαν οι φακές αλλά και η δοκιμασία. Ντύθηκα και βάφτηκα. Έβγαλα μια σελφι για να δω πώς είμαι γιατί στον καθρέφτη αυτό που έβλεπα ήταν απλά ένα σχήμα που θύμιζε ανθρώπινη μορφή πίσω από παράθυρο που έχει θολώσει από τους υδρατμούς. Έβαλα σκούφο γιατί ειλικρινά δεν ήξερα σε τι φάση ήταν τα μαλλιά μου, ενεργοποίησα το λοκέισον στο κινητό για να ξέρουν που να με ψάξουν και βγήκα, ελπίζοντας να μην πέσω -με την κυριολεκτική σημασία- πάνω σε γνωστό. Αποφάσισα να μην πάω στον φούρνο της γειτονιάς γιατί τον ξέρω τον άνθρωπο και γιατί ειλικρινά είναι πολύ κοντά και θα ήταν κρίμα να μην μπορώ να ξαναπάω από την ντροπή. Κοίταξα το κινητό, 15:25 η ώρα. Είχα τα γυαλιά μου περασμένα στο φούτερ μου για παν ενδεχόμενο γιατί είχε τελειώσει και η βάρδια της Ισμήνης ως Batman για μια εβδομάδα και δεν ξέρω αν θα υπήρχε κάποιος εκεί έξω να με σώσει. Στο δρόμο έχω την αίσθηση ότι περπατούσα σαν άλογο γι’ αυτό προσπάθησα να το ελέγξω, άλλωστε περπατούσα σε δρόμο που περπατάω σχεδόν κάθε μέρα, πόσο πιθανό ήταν να φύτρωσαν βουναλάκια από τη μια μέρα στην άλλη; Φτάνοντας στο φανάρι ήταν η πρώτη στιγμή της ημέρας που πραγματικά ένιωσα άγχος και…φόβο. Δεν διέκρινα πιο φανάρι ήταν αναμμένο, για ακόμα μία φορά χωρίς γυαλιά κατάλαβα ότι δεν ακούω κιόλας και μέχρι να σταματήσει η ροή των αυτοκινήτων και να καταλάβω ότι άναψε ο “Γρηγόρης” συνειδητοποίησα το πόσο εξαρτημένη είμαι. Μπαίνοντας στον φούρνο κατάλαβα ότι δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να διακρίνω αν με κοιτάει η κυρία πίσω από τον πάγκο ώστε να της πω τι θέλω, ούτε αν έχει το ψωμί που θέλω. Πριν τελειώσει με τα ψώνια της η κυρία μπροστά μου κατέστρωσα σχέδιο. Κοιτούσα το κινητό μου ώστε η κυριούλα να μιλήσει πρώτη. Και ευτυχώς πέτυχε, αλλιώς νομίζω θα κοιτιόμασταν μέχρι σήμερα. Εγώ θα συνέχιζα να βλέπω ένα σχήμα που έμοιαζε με άνθρωπο (αλλά πολύ εύκολα θα μπορούσε να είναι και σταντ με φρατζόλες) και αυτή μια κοπέλα να την κοιτάει- μάλλον κάπου στο ύψος της μύτης- σαν χαζή. Βέβαια το σχέδιο δεν προέβλεπε το πώς θα έπαιρνα τα ρέστα σε περίπτωση που δεν μου τα έδινε στο χέρι η κυριούλα. Έτσι το “και αυτά είναι δικά σας, μην τα ξεχάσετε” που είπε η εξυπηρετική κατά τα άλλα κυριούλα ήρθε να ξεγυμνώσει το σχέδιό μου. Δεν πτοήθηκα, την ευχαρίστησα και έφυγα. Γύρισα σπίτι, ασφαλής. Και εγώ και το ψωμί. Πράγμα που τελικά δεν μας χρειάστηκε γιατί εγώ είχα φτιάξει… ρυζόγαλο και ποιος τρώει ψωμί με το ρυζόγαλο έτσι κι αλλιώς;  (ναι, αντί για πιπέρι έριξα κανέλα στις φακές!)

Περνούσε η ώρα και ήρθε η στιγμή να κάνω μπάνιο, ίσως το πιο εύκολο πράγμα για έναν ημίτυφλο άνθρωπο. Έκανα μπάνιο, στέγνωσα τα μαλλιά μου και το μόνο μου άγχος ήταν αν έχει κάτσει σωστά η χωρίστρα. Η σέλφι που έβγαλα έδειξε ότι είχε κάτσει μια χαρά! Φόρεσα τα ακουστικά μου και έβαλα να ακούσω το ΠΑΟ – ΕΦΕΣ, η μόνη φορά που δεν απογοητεύτηκα που δεν έδειχνε η ΕΡΤ το παιχνίδι. Άλλωστε με την εξέλιξη του παιχνιδιού (πηγε παράταση) αν το έβλεπα ίσως και να ήθελα να τα βγάλω τα μάτια μου με αυτά που έγιναν.

Η ώρα έφτασε 00:25, έπλυνα δόντια (την επόμενη μέρα είδα ότι δεν είχα οδοντόκρεμα στη μπλούζα μου, πράγμα που δεν συμβαίνει ούτε φορώντας γυαλιά!) και άρχισα να κατευθύνομαι προς το κρεββάτι μου. Όταν έπεσα, σκέφτηκα όλη τη μέρα που πέρασε. Ανάμεσα στις κανελομένες φακές, τις διάφορες “καληβέρες” που έστειλα στο μέσεντζερ, τα μικρόβια που φυσιολογικά κάθισαν στις βλεφαρίδες μου από όλα τα αντικείμενα που έφερα σε απόσταση αναπνοής για να τα διακρίνω, τα κολονάκια και τα τρίποντα του Ρίβερς, υπήρχε μία ακόμη σκέψη: Πώς διάολο κατάφερνε η Εσμεράλδα να πηγαίνει μόνη της στον καταρράκτη και στο σπίτι των Πενιερεάλ χωρίς να τσακίζεται; Απορώ!