ΕΥΤΥΧΙΑ-ΚΑΙ-ΧΑΡΑ1

Κάτι με έχει πιάσει τον τελευταίο καιρό και σκέφτομαι συνέχεια μέρες από την εποχή που τρώγαμε φέτα καρπούζι, ξυπόλητοι, χωρίς αντιηλιακό. Που όλη την ημέρα τρέχαμε στα χωράφια στο χωριό, που γυρίζαμε μόνο όταν είχε νυχτώσει μόνο και μόνο για να φάμε τα γεμιστά που έμειναν από το μεσημέρι, με φρεσκοκομμένη χωριάτικη. Καταλήγαμε να κοιμόμαστε με τα άσπρα φανελάκια του ξαδερφου μας ετσι οπως μπερδεύαμε τα ρούχα μας κάθε πρωί. Ξυπνούσαμε από τις 7 από αγωνία να μην χάσουμε τίποτα από την μέρα μας. Πηγαιναμε στην πλατεία να βρούμε τον παππού να μας κεράσει παγωτό, να κυνηγήσουμε μπάμπουρες, να πάμε στο ποτάμι για καβούρια. Τις μέρες που είχε καλή θάλασσα ανέβαιναμε στην καρότσα του αγροτικού πέντε και δέκα παιδιά μαζί, τραγουδούσαμε το «σαν σταρ του σινεμά» και το «δεν ξαναβόσκω άλλες βοβάλες» και πηγαίναμε στην παραλία με τάπερ με γιαρμάδες, ψωμί, τυρί και καρπούζι.

Οι γονείς μας πλημμύριζαν από αγάπη, δεν είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους καριέρες και εύκολες σκέψεις για διαζύγια. Οι περισσότεροι τουλάχιστον. Οι μπαμπάδες δούλευαν κανονικές δουλειές που όλοι καταλάβαιναν τι σημαίνουν, χωρίς καμία αγγλική λέξη μέσα τους, που δεν χρειαζόταν καμία δεύτερη περιγραφή για να καταλάβεις. Οικοδόμος, οδηγός ταξί, τραπεζικός, λογιστής. Ολοι μαζί σε μια παρέα. Κανείς δεν ξεχώριζε κανέναν για την δουλειά του, για την οικονομική του άνεση. Ολοι ίδιοι. Οι μαμάδες φορούσαν λουλουδάτα φορέματα και γόβες, μέσα στο σπίτι χρωματιστά ρομπάκια και σαμπώ. Καμιά τους δεν έβγαινε χωρίς ‘σάπιο μήλο’ κραγιόν και άρωμα. Ακόμα και οι λιγότερο κοκέτες. Μαγείρευαν για ολόκληρο το σόι δέκα φαγητά χωρίς παράπονο. Με χαμόγελο. Οι γιαγιάδες ζούσαν μαζί μας στο σπίτι και από την πολυθρόνα έδιναν συμβουλές για πόσο μαϊντανό και πόσο κόλιαντρο πάει στο κάθε φαγητό. Και επειδή η ζωή δεν είναι μόνο καλοκαίρια, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα μαζευόταν πάλι όλο το σόι να φάνε, να τσουγκρίσουν αυγά και τότε συναντιόνταν όλα τα ξαδέρφια μαζί για βόλτες και κουτσομπολιά.

Και αναπνέαμε βαθιά, ευτυχισμένοι.

Και τώρα ζούμε την εποχή που τρώμε καρπούζι αλλά έχουμε φροντίσει να είναι βιολογικό και είμαστε από πάνω εως κάτω βουτηγμένοι στο αντιηλιακό. Που ο παππούς και η γιαγιά δεν ζουν πια. Που τα ξαδέρφια έχουν φτιάξει δικές τους οικογένειες και ζουν σε διάφορες πόλεις του κόσμου κάνοντας δουλειές που κανείς δεν καταλαβαίνει. Κάποιοι από τους μπαμπάδες δεν ζουν πια. Οι μάμαδες άρχισαν τα χάπια για την υπέρταση και μαγειρεύουμε εμείς για εκείνες. Το θέμα δεν είναι αυτό. Η ζωή έτσι είναι. Δεν θα μείνουμε για πάντα παιδιά.

Και μας είχε κοπεί η ανάσα στο μισό.

Αλλά ξέρεις κάτι; Τότε δεν ήμασταν πλούσιοι. Οι πλούσιοι ήταν κάτι μακρινό. Κάτι από την Τόλμη και Γοητεία με τις επαύλεις και τις πισίνες. Δεν ονειρευόμασταν τίποτα από αυτά. Δεν υπήρχε το Λόττο και το Τζόκερ. Μόνο το Πρωτοχρονιάτικο λαχείο. Δεν είχαμε λεφτά. Και ήμασταν ευτυχισμένοι. Με τα απλά καθημερινά μας προβλήματα. Είχαμε τρια κανάλια και δυο περιοδικά. Η επαρχία ήταν γεμάτη ζωή. Δεν είχαμε λεφτά. Και ήμασταν ευτυχισμένοι. Πηγαίναμε σχολείο με τα πόδια, κάναμε φροντιστήριο μόνο για τα αγγλικά, είχαμε πέντε παιχνίδια. Δεν είχαμε λεφτά μα ήμασταν ευτυχισμένοι. Και τώρα πάλι δεν έχουμε λεφτά αλλά είμαστε δυστυχισμένοι. Γιατι ξεχάσαμε πως η ευτυχία είναι μια φέτα καρπούζι στην βεράντα με όσους έχουν μείνει να μας αγαπούν. Γιατί μέχρι να γίνουμε εξεκιουτιβ μανατζερ και να αποφασίσουμε πιο κάμπριο μας ταιριάζει πιο πολύ κάτι άλλαξε. Και πρέπει να θυμηθούμε με όλους τους δυνατούς τρόπους πως γίνεται να είσαι αληθινά ευτυχισμένος χωρίς λεφτά. Και τότε μόνο θα αναπνεύσουμε ξανά. Συμφωνείς;