“I wish there was a way to know you’re in the good old days before you’ve actually left them.” — The Office
Ξυπνάμε κάποια πρωινά και νιώθουμε πως κάτι μας λείπει. Δεν ξέρουμε ακριβώς τι. Ίσως ένας άνθρωπος που έφυγε. Ίσως ένας άλλος εαυτός. Ίσως εκείνη η αίσθηση πως όλα έχουν νόημα, πως βρισκόμαστε κάπου που θέλουμε να είμαστε. Και μέχρι να το εντοπίσουμε, έχει ήδη γίνει βάρος. Σαν μία ανεπαίσθητη ενόχληση που δεν πονάει στ’ αλήθεια, αλλά είναι εκεί. Μας κάνει να θέλουμε να φύγουμε, να πάμε παρακάτω, κάπου αλλού, κάπως αλλιώς. Να φτιάξουμε από την αρχή το μέσα μας, μόνο και μόνο επειδή το θέλουμε να μοιάζει σπασμένο.
Και κάπως έτσι, βγάζουμε τις πιτζάμες μας, ξεκινάμε τη μέρα μας, πιάνουμε τις υποχρεώσεις μας και ο χρόνος περνάει πιστεύοντας ότι δεν είμαστε πλήρεις και αφήνοντας ένα κενό. Κάτι που δεν έχουμε ακόμα; Κάτι που, άμα το είχαμε, τότε όλα θα ήταν αλλιώς; Ένας άνθρωπος; Μια δουλειά; Ένα ταξίδι; Μια άλλη εκδοχή του εαυτού μας; Κάτι πιο κοντά σε αυτό που φανταστήκαμε, πιο καθαρό, πιο ήσυχο, πιο “σωστό”; Και τελικά, ξεχνάμε να δούμε τι υπάρχει ήδη.
Το σώμα που ανασαίνει χωρίς να του το θυμίζουμε. Η καρδιά που χτυπάει, ακόμα κι όταν είμαστε κουρασμένοι απ’ όλα. Η φωνή ενός ανθρώπου που μας αγαπάει χωρίς να το φωνάζει. Η παύση μέσα στη μέρα, εκείνο το λεπτό που δεν χτυπάει κανένα τηλέφωνο, δεν ζητάει τίποτα κανείς. Μία ηλιαχτίδα που πέφτει στο πάτωμα. Ένα τραγούδι που θυμίζει κάτι. Ένα “είμαι εδώ” που δεν ειπώθηκε με λέξεις αλλά με μια παρουσία.
Και το κυριότερο; Ξεχνάμε ότι είμαστε ακόμα σε θέση να νιώθουμε. Ότι ακόμα συγκινούμαστε. Ότι κάτι μέσα μας κινείται όταν ακούμε τη σωστή φράση, όταν κάποιος μας κοιτάξει αληθινά, όταν το φως πέσει πάνω σε κάτι και το κάνει όμορφο χωρίς λόγο.
Γιατί ο κόσμος έτσι μας έμαθε: να λογαριάζουμε τη ζωή με όρους απουσίας. Να κοιτάμε όσα δεν έχουμε. Να μετράμε τις ελλείψεις και να τις κάνουμε ταυτότητα. Να πιστεύουμε πως η πληρότητα είναι μια κατάσταση μακρινή, σχεδόν μυθική — κάτι που θα ‘ρθει όταν τακτοποιηθούν όλα, όταν έχουμε φτάσει κάπου πιο ψηλά, πιο μακριά, πιο αλλού.
Ξεχνάμε ότι τα περισσότερα από όσα χρειαζόμαστε για να είμαστε καλά είναι ήδη εδώ.
Ήταν πάντα. Δεν ήταν εντυπωσιακά, δεν είχαν τη στόφα του “επιτεύγματος”. Απλά ήταν σιωπηλά. Δεν έκαναν θόρυβο. Δεν θα μας το φωνάξει κανείς. Και γι’ αυτό προσπερνιούνται.
Όμως η πληρότητα —αυτό το κάτι που κυνηγάμε σαν να είναι βραβείο— δεν είναι αποτέλεσμα. Είναι απόφαση. Δεν είναι κάτι που βρίσκεις στο τέλος. Είναι κάτι που επιλέγεις τώρα. Στο ενδιάμεσο. Μέσα στη μέρα που δεν έγινε όπως την ήθελες. Στην απλότητα που σε βαρέθηκε να την υποτιμάς. Στο «όχι τέλειο, αλλά αρκετό».
Δεν είναι ότι όλα είναι καλά. Δεν είναι ότι δεν θα θέλαμε περισσότερα. Αλλά μερικές φορές, χωρίς να το καταλάβουμε, βρισκόμαστε στο σημείο που κάποτε ευχόμασταν να φτάσουμε. Και δεν το προσέξαμε, γιατί ήμασταν απασχολημένοι με το επόμενο.
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πολλά για να είναι καλά. Και όταν σταματήσει για λίγο, όταν μείνει ακίνητος, όταν ακούσει τον εαυτό του χωρίς φίλτρα, το ξέρει. Το νιώθει. Είναι εκείνη η στιγμή που δεν τον πνίγει τίποτα, δεν τον κυνηγάει τίποτα. Kαι έρχεται ένα βράδυ που ξαπλώνει το ζεστό κρεβάτι του, με τα αρωματισμένα σεντόνια και σκέφτεται “Τα έχω όλα”.
Γιατί τελικά, δεν ζούμε με όσα κυνηγάμε. Ζούμε με όσα καταφέρνουμε να νιώσουμε.