Μπορώ να μετρήσω τουλάχιστον πέντε ανθρώπους που θα απαντούσαν καταφατικά στον τίτλο. Σκέψου λοιπόν έναν άνθρωπο που εκφράζει φωναχτά σχεδόν όλες του τις σκέψεις. Λέει “σε θέλω”, “πεινάω”, “σε μισώ” και “σε βαρέθηκα” με την ίδια ευκολία και άνεση.
Εγώ είμαι αυτός ο άνθρωπος που απ’ όταν άρχισα να μιλάω, λέω ακριβώς ό,τι σκέφτομαι. Δεν είμαι περισσότερο θαρραλέα ή λιγότερο διπλωματική από άλλους. Δεν το κάνω επίτηδες, ούτε για να προκαλέσω. Απλά έτσι είμαι. Σαν να μου λείπει το φίλτρο σε εκείνο το σύμπλεγμα νευρώνων που ενώνουν τον εγκέφαλο με τις φωνητικές χορδές.
Κι έτσι στην ιστορία της ζωής μου οι λέξεις κυλάνε σαν ποτάμι
Από τότε που ξεκίνησα να μιλάω συνήθισα να λέω φωναχτά αυτό που σκέφτομαι. Ίσως να ήταν εξαιρετικά χαριτωμένο να σου λέει ένα πεντάχρονο μελαχρινό, με μπούκλες κοριτσάκι ”μόλις ρεύτηκα” αλλά όταν αυτό το κοριτσάκι φτάσει να έχει δεκαεπτά χρόνια ένσημα δύσκολα θα εκτιμηθεί αυτή η ανοιχτή επικοινωνία.
Το πρώτο δείγμα που είχα ότι δεν θα μου βγει σε καλό όλη αυτή η ευθύτητα το είχα μία μέρα στην τετάρτη δημοτικού. Το προηγούμενο απόγευμα ήταν που ο Άντονι έπεσε από το άλογο και η Κάντυ Κάντυ για τα επόμενα δέκα λεπτά του επεισοδίου έκλαιγε και ούρλιαζε. Από το διάβασμα μου είχαν μείνει μερικές ασκήσεις Αριθμητικής και να σχεδιάσω την Ρουμανία σε χαρτί ιχνογραφίας. Μόλις τελείωσε το επεισόδιο τα μάτια μου ήταν κόκκινα και πρησμένα και δεν είχα καμία όρεξη να λύσω ασκήσεις προπαίδειας.
Την επόμενη μέρα ο δάσκαλος με ρώτησε γιατί δεν είχα έτοιμες τις λύσεις των προβλημάτων. Με κοίταζε στα μάτια και δεν μπορούσα να πω ψέματα. Δεν ήθελα κιόλας. “Έβλεπα τηλεόραση και θρηνούσα τον Άντονι”. Ο δάσκαλος δεν επιβράβευσε την ειλικρίνεια μου και με είπε αυθάδη. Ένα μεγάλο ”είσαι αυθάδης” που ακόμα και σήμερα μπορώ να το επαναφέρω στο μυαλό μου με εικόνα και ήχο.
Αυτή ήταν η πρώτη από τις εκατοντάδες φορές που ακολούθησαν και κανείς δεν με χειροκρότησε για το θάρρος μου να πω την αλήθεια
“Βαρέθηκες;” με ρώτησε κάποτε ένα αγόρι που είχαμε σχέση. “Ναι” του είπα. Και με κοίταξε σαν να του είχα πει πως έχουμε μόνο τριάντα δευτερόλεπτα ακόμα και μετά ο κόσμος καταστρέφεται. “Τελικά δεν ήθελα να ακούσω την αλήθεια” μου είπε. Μόλις νωρίτερα όμως του είχα πει ”Είμαι ερωτευμένη με κάποιον άλλον” πιστεύοντας πως θα εκτιμούσε το γεγονός ότι επέλεξα να το συζητήσω μαζί του παρά με τις φίλες μου. “Δεν έπρεπε να μου το πεις. Είσαι απαίσια.” μου είπε και εγώ δεν είχα καταλάβει τι είχα κάνει λάθος.
Πριν μερικά χρόνια μία Παρασκευή απόγευμα και λίγο πριν φύγουμε από την εταιρεία μία συνάδελφος ήρθε και έκατσε πάνω στο γραφείο μου ενώ έφτιαχνα ένα excel, πολύ σημαντικό για τη δουλειά. “Σου αρέσει αυτό το κραγιόν;” μου είπε. Κι ενώ βιαζόμουν της έδωσε ένα ολόκληρο λεπτό ολόδικό της. “Όχι δεν σου πηγαίνει” της είπα. “Είσαι αγενής” μου είπε. Δεν μου ξαναμίλησε για κάμποσες μέρες και εγώ δεν είχα καταλάβει τι είχε πάει λάθος.
Όταν η Εύα μας ζήτησε να φέρουμε όλοι από μία παιδική μας φωτογραφία για να φτιάξει ένα κολάζ των συνεργατών του γραφείου, της πήγα τη δική μου και χάζεψα μερικές φωτογραφίες άλλων πάνω στο γραφείο της. Σε μία από αυτές ήταν ένα μελαχρινό κοριτσάκι με μαύρα πολύ κοντά μαλλιά και ένα λευκό αγορίστικο σωβρακάκι, καθισμένο πάνω σε μία πλαστική λευκή καρέκλα βεράντας. “Ο Πέτρος από το λογιστήριο;” δοκίμασα να μαντέψω την ώρα που η συνάδερφος μας η Λένα ήταν ακριβώς πίσω μου. “Εγώ μαυρισμένη και σέξι” μου είπε η ίδια. “Αν είχες μουστάκι θα ήσουν ίδια ο Πέτρος” άφησα τον λόγο μου ελεύθερο.
“Είσαι κλισέ” είπα μία μέρα, πολύ ανοιχτά, σε κάποιον που μου άρεσε πολύ. ”Με προσβάλλεις” μου είπε και θύμωσε μαζί μου αφήνοντας με να απορώ γιατί να πρέπει να τιμωρείται ο ”παρορμητισμός”.
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που είχα καταλάβει τι είχα κάνει λάθος
Με τα χρόνια οι δικοί μου άνθρωποι συνήθισαν να ακούνε από μένα ωμές, κόκκινες από το αίμα αλήθειες. Η αδερφή μου με ρωτάει αν μου αρέσει αυτό που φοράει γιατί ξέρει πως δεν θα της πω ψέματα. Οι φίλες μου μού γνωρίζουν τα αγόρια που τους αρέσουν και με ρωτάνε αν είναι κατάλληλος για εκείνες γιατί ξέρουν ότι δεν θα είμαι διπλωματική. Λες και είμαι ο σοφός του χωριού.
Η φίλη μου η Ηρώ από την άλλη πιστεύει πως δεν αντέχουν όλοι την αλήθεια και πως υπάρχει ιδιαίτερος τρόπος να πεις αυτό που θες σε κάθε άνθρωπο. “Δηλαδή να παίζω άλλον ρόλο και με κάθε άνθρωπο που συναναστρέφομαι μου λες;” την ρωτάω.
Έχω δει πολλές φορές τη Βάνα στο γραφείο να δαγκώνεται ενώ μόλις έχω πει τη γνώμη μου για κάτι και μόνο τότε έχω καταλάβει πως είπα κάτι λάθος. Κάμποσες φορές με έχει κλωτσήσει κάτω από το γραφείο. “Δεν είσαι αγενής, είσαι απλά άγαρμπη” μου λέει και εγώ σκέφτομαι όλες εκείνες τις φορές που κράτησα την πόρτα σε κάποιον για να μπει, που έδωσα τη σειρά μου στο ταμείο σε κάποιον που βιάζεται. Σκέφτομαι τη φορά που χάρισα την ομπρέλα μου στην έγκυο που περίμενε στη στάση.
Που έφυγα από τη δουλειά μου προκειμένου να βοηθήσω τον παππού που είχε χαθεί ένα παγωμένο πρωινό και σκέφτομαι και τους ανθρώπους που είναι εμφανώς μικρότεροι μου και απορούν που τους μιλάω στον πληθυντικό. Με ζυγίζω και με ξαναζυγίσω και καταλήγω πως δεν είμαι αγενής. Γιατί όλα κρύβονται στο κίνητρο. Δεν λέω αυτό που σκέφτομαι για να πληγώσω το συνομιλητή μου αλλά γιατί νιώθω σίγουρη ότι οι άνθρωποι με θέλουν για αυτό που σκέφτομαι, για αυτό που είμαι.
Και τελικά;
Έχοντας πλέον στη συλλογή μου πολλά ”δεν έχεις τάκτ” αλλά και ”νιώθω ασφαλής που ξέρω πως θα μου πεις αυτό που σκέφτεσαι” δεν έχω αποφασίσει ποια πλευρά να διαλέξω. Την αυθόρμητη και φυσική ή εκείνη που σε κάνει μία ώριμη γυναίκα που προσέχει τι λέει;
Με σκέφτομαι να πνίγω τον αυθορμητισμό μου και με πιάνει ένας κόμπος στον λαιμό και ένα σφίξιμο στο στήθος. Άλλες φορές με πιάνει πείσμα, αναρωτιέμαι γιατί ποινικοποίησαμε την ευθύτητα και πως οι άνθρωποι είναι κακομαθημένοι και θέλουν να τους χαϊδεύουμε τα αυτιά. Κι άλλες φορές νιώθω πως ούτε εγώ είμαι πάντα έτοιμη να ακούσω πάντα την αλήθεια.
Και σκύβω το κεφάλι μετανιωμένη για όλες τις φορές που άφησα τις λέξεις να βγουν χωρίς μελέτη και σχεδιασμό από το στόμα μου.
Το κόλπο που έχω βρει τελευταία είναι την επίμαχη στιγμή που πρέπει να μοιραστώ αυθόρμητα τη σκέψη μου να κάνω focus στη σκηνή που ο Άντονι πέφτει από το άλογο. Επικεντρώνομαι τόσο στον θρήνο της Κάντυ Κάντυ που πέντε λεπτά μετά έχω ξεχάσει τι ήθελα να πω και έτσι όλοι είμαστε ευτυχισμένοι.
Να θυμάστε πάντως πως εσείς διαλέξατε να μη λέω ό,τι έχω στο μυαλό μου.
Ax, σε καταλαβαίνω απόλυτα!!
Θα μπορούσα να το είχα γράψει αυτό. Εγώ απλώς έχω πια μια χρονοκαθυστέρηση, μπορείς να με δεις να ανοίγω το στόμα μου και αμέσως να το κλείνω, σαν το χρυσοψαρο στην γυάλα, και να επιλέγω να μιλήσω ή κατ’ ιδίαν ή να στρογγυλεύω λίγο τις γωνίες και μετά να συνεχίζω…