Κατά τη διάρκεια της καθημερινότητας μας, όλοι μας καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε εκφράσεις και γενικότερα να χειριστούμε το λόγο, με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουμε γνωστό στους ακροατές μας τις σκέψεις μας, τη διάθεση μας και τις κυρίως τις προθέσεις μας. Μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να συμβεί το παραπάνω επιθυμητό αποτέλεσμα, είναι η “ορθή” εκτίμηση της κάθε περίστασης, καθώς και η ικανότητα μας να αφουγκραζόμαστε το γύρω περιβάλλον, τις περιστάσεις και σαφέστατα το κοινό που το πλαισιώνει.
Διάλογοι και μονόλογοι μικρής ή μεγάλης διάρκειας, πραγματοποιούνται συνεχώς γύρω μας, υπό τη μορφή μιας αθόρυβης υπόστασης, με έντονα ωστόσο αισθητικά και εννοιολογικά περιεχόμενα. Κινούμενοι στιλιστικοί και χρωματικοί συνδυασμοί, παρέχουν διαρκώς στα μάτια μας, μια χορταστική “δόση” διαφορετικών απόψεων και αντιλήψεων σχετικά με τα “περιθώρια” συζήτησης που είναι διαθέσιμα. Όπως και συντακτικά, κάθε σημείο στίξης επηρεάζει το συνταρακτικό νόημα των λέξεων που περικλείνονται στη συγκεκριμένη πρόταση, έτσι και στη μόδα ακόμη και το παραμικρό (αξεσουάρ, props κτλ), που ο καθένας επιλέξει να φορέσει, επηρεάζει τον τρόπο “ανάγνωσης” του από το “κοινό”.
Ανεξάρτητα αν η πλειοψηφία του κοινού χάθηκε ή παρασύρθηκε από τη διασημότητα και την αδυσώπητη πίεση για συνεχή (αυτο)προβολή, η μόδα αποτελούσε το αλφάβητο για όλες τις παρουσιαζόμενες οπτικά και εννοιολογικά ερμηνείες. Είτε μέσα από έντονο είτε μέσα από διακριτικό styling-designing χαρακτήρα, η μόδα βρίσκεται εδώ για να σου δώσει όλες τις προϋποθέσεις και τα εφόδια για να “διακηρύξουμε- δηλώσουμε” ποιοι είμαστε. Μεγεθύνει και υπογραμμίζει ουσιαστικά όλες τις αξίες και τα ιδανικά, που αποτελούν τα θεμέλια για την αυθεντικότητα του καθενός μας, παρότι αρκετά στοιχεία χάθηκαν μέσα από το “θόρυβο” και τον αντιπερισπασμό της δόξας.
Αν το καλοσκεφτούμε, η χρήση της Ελληνικής γλώσσας αποτελεί ένα κυριολεκτικό τρόπο καθημερινής εκγύμνασης της εκφραστικής μας ικανότητας. Ο λεξιλογικός πλούτος άλλωστε από μόνο της, είναι υπέρ αρκετός για να αποδώσουμε με απόλυτη ακρίβεια, το νόημα που επιθυμούμε να περικλείει η κάθε μας πρόταση. Όλοι μας έχουμε τη δυνατότητα είτε να επαναλαμβάνουμε μηχανικά τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, είτε να “γυμνάσουμε” την εκφραστικότητα- επικοινωνία μας, μέσα από τη διαρκή χρήση νέων λέξεων και συντακτικών τρόπων. Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα είδος άθλησης που μπορεί να πάρει ακόμη και τη μορφή πρωταθλητισμού, ανάλογα με το χρόνο που επιλέγουμε να αφιερώσουμε στην εξέλιξη του.
Γιατί λοιπόν η μόδα να είναι να είναι κάτι διαφορετικό από τη γλώσσα, από τη στιγμή που ο ρόλος της εξυπηρετεί τις “ίδιες” ανάγκες έκφρασης; Έτσι και εδώ, το κοινό διαχωρίζεται κατά κύριο λόγο σε “θεατές”, “αθλητές” και “πρωταθλητές”, με κριτήριο διαλογής το χρόνο “εκγύμνασης” που ο καθένας επέλεξε να αφιερώσει, αναβαθμίζοντας το “λεξιλόγιο” και κατά συνέπεια την ενδυματολογική του ¨σύνταξη”.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το τι κάνει τη καρδιά μας να πετάει και από το τι επιθυμούμε να “γράψουμε” και να “δηλώσουμε”, ίσως το σημαντικότερο στοιχείο να εντοπίζεται στο πλήθος των δυνατοτήτων έκφρασης που η μόδα μας παρέχει, όχι για κριτική προς τους άλλους, αλλά για την ανάδειξη της αυθεντικότητας και της μοναδικότητας του “πολιτισμού” που ο καθένας μας κουβαλά. Αν λοιπόν προσπαθήσουμε να δούμε μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα το θέμα της μόδας, και καταφέρουμε να εστιάσουμε λίγο περισσότερο στην εξέλιξη και όχι μεμονωμένα στη κριτική, τότε ίσως η ίδια μας η νοοτροπία να αναβαθμίσει τόσο την εκφραστικότητα μας, όσο και την επόμενη γενιά που ακολουθεί.