«O καλός καιρός κρατούσε ακόμα. Η διάρκειά του είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Τώρα, όποτε μιλούσαν γι’ αυτόν χαμογελούσαν, σαν να ήταν κάποιος καιρός απατεώνας που πίσω από τη διαιώνισή του είχε κρύψει μια αταξία που όπου να’ ναι θα την αποκάλυπτε καθησυχάζοντας τον κόσμο για την ομαλή πορεία των εποχών του χρόνου.»
Η σαγηνευτική νουβέλα Moderato Cantabile της Marguerite Duras, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι είναι ένα ακριβό λογοτεχνικό άρωμα, μέσα σε ένα μικρό σε έκταση μέγεθος, που διαθέτει μια σαρωτική δύναμη ικανή, να ξεσκεπάσει το καλά κρυμμένο προσωπείο ενός τεχνητού καθωσπρεπισμού μιας κοινωνίας μέσα στην οποία τα πάθη και οι συναισθηματικές παρορμήσεις, δεν έχουν καμία φανερά αποδεκτή θέση.
Η ηρωίδα του βιβλίου, είναι μια γυναίκα της αριστοκρατίας με σαφώς προσδιορισμένο ρόλο μέσα στα στενά πλαίσια του οποίου μπορεί να κινείται, να λειτουργεί και να σκέφτεται αλλά ποτέ έξω από αυτά. Η Άννα Ντεμπαρέντ, είναι σύζυγος και μητέρα ενός μικρού αγοριού που για να περάσει την ώρα της έχει βάλει σκοπό της να το μάθει να παίζει πιάνο έστω και αν ο γιος της δεν διαθέτει ούτε το ταλέντο ούτε και την διάθεση για κάτι τέτοιο. Πλήττει από την έλλειψη της ύπαρξης του απρόσμενου συναισθήματος στη ζωή της, από την αδιάφορα τακτοποιημένη καθημερινότητα την οποία είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνει μέρα με τη μέρα, σαν ένα ρόλο που υποχρεώνεται να παίξει, χωρίς καμία διάθεση, σε κάποιο περιοδεύων μπουλούκι. Την αφόρητη βαρεμάρα αυτής της ζωής, θα διακόψει ένας φόνος που της ξυπνά μια ακαταμάχητη περιέργεια και σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει περισσότερα για τα αίτια που τον προκάλεσαν, θα ξεκινήσει μια συνομιλία με έναν μάρτυρα με τον οποίο έρχονται κοντά και πολύ σύντομα αυτή τους η επαφή εξελίσσεται σε παράφορο έρωτα.
Η Duras, είναι μια χαρισματική συγγραφέας με έντονη επαναστατική προσωπικότητα, πλούσια πολιτική δράση και πολυεπίπεδο έργο το οποίο κινήθηκε από την λογοτεχνία μέχρι και τον κινηματογράφο. Πάντα καταφέρνει στα έργα της, να βουτάει βαθιά μέσα στην ψυχή των χαρακτήρων της και να αναδύεται στην επιφάνεια μαζί με όλα όσα εκείνοι πολύ μεθοδικά, προσπαθούν να κρύψουν. Αν και το ύφος της γραφής της είναι αρκετά απλό, αποφεύγοντας τα περίτεχνα λογοτεχνικά στολίδια, τα συμβολικά στοιχεία δεν λείπουν. Τα προσθέτει σκόπιμα στο κείμενό της και έχουν γίνει επανειλημμένα στοιχείο μελέτης αλλά συχνά και μήλο της έριδος μεταξύ των επαγγελματιών του χώρου.
Η αφήγησή της έχει μια ιδιαίτερη κλιμάκωση. Ξεκινάει με μια λούπα επιφανειακών επαναλήψεων που περνάνε από τον αναγνώστη σχεδόν αδιάφορα, στο ίδιο τέμπο δηλαδή που βρίσκεται η ζωή της ηρωίδας της και σταδιακά αρχίζει να σκάβει κάτω από αυτή την επιφάνεια τραβώντας τον απότομα μαζί της, μέχρι να τον τοποθετήσει τελικά μπροστά στην αληθινή εικόνα, που θέλει διακαώς να του αποκαλύψει, η οποία δεν είναι άλλη από την μαρτυρική απόγνωση του προσωπικού συναισθηματικού αδιεξόδου μέσα στο οποίο βρίσκεται η πρωταγωνίστρια της η οποία δεν διστάζει να τσαλακώσει στο τέλος θριαμβευτικά την στυλιζαρισμένη εικόνα της. Την εξαιρετική μετάφραση και τον διαφωτιστικό πρόλογο του βιβλίου έχει επιμεληθεί ο Άρης Μαραγκόπουλος.
Το Moderato Cantabile, βραβεύτηκε το 1958 με το Prix de Mai και το 1960 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Peter Brook και πρωταγωνιστές τους Jeanne Moreau και Jean-Paul Belmondo. Η μουσική αυτής της ταινίας είναι μια πραγματική απόλαυση για τα αυτιά και η σύνθεση της ανήκει στον Antonio Diabelli.