Η απόφαση να λήξει μια σχέση ή ένας γάμος δεν είναι εύκολη. Ο πόνος ενός χωρισμού ή ακόμα περισσότερο ενός διαζυγίου μπορεί να είναι βαθύς και έντονος και σηματοδοτείται από την απώλεια της σχέσης.
Υπάρχουν πολλές απώλειες που προκύπτουν όταν η σχέση τελειώνει: η απώλεια του να είσαι μέλος μιας οικογένειας, η απώλεια μελλοντικών σχεδίων και στόχων σαν ζευγάρι, η απώλεια του ρόλου σαν σύζυγος ή σύντροφος, η απώλεια της κοινωνικής θέσης του να είσαι ζευγάρι, η απώλεια της σχέσης με τα παιδιά. Ειδικά σε περιπτώσεις μακροχρόνιων δεσμών, το άτομο βλέπει όλο τον κόσμο του να διαλύεται. Όλα διαταράσσονται, η ρουτίνα του, οι ευθύνες του, οι σχέσεις με τους φίλους του και πάνω απ’ όλα η ταυτότητά του.
Η αίσθηση αυτή της απώλειας μπορεί να είναι τόσο έντονη που οι ειδικοί την παραλληλίζουν με τη διαδικασία του πένθους. Έχουν περιγραφεί μάλιστα και κάποια στάδια που θεωρητικά ακολουθεί η διεργασία του πένθους μιας σχέσης, που ακολουθούν την κλασσική περιγραφή της Elizabeth Kubler-Ross για την αποδοχή του θανάτου:
- άρνηση
- θυμός
- διαπραγμάτευση
- θλίψη
- αποδοχή και καινούργιο επίπεδο λειτουργικότητας.
Βέβαια, κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και δεν είναι απόλυτα ορισμένο το χρονικό διάστημα που παραμένει σε κάθε στάδιο, ούτε είναι πάντα ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ αυτών των σταδίων. Για παράδειγμα μπορεί να γυρίσει σε προηγούμενο στάδιο ή μπορεί να βιώνει συναισθήματα που παραπέμπουν σε δυο διαφορετικά στάδια. Πάντως, όλες αυτές οι συναισθηματικές διεργασίες, ανεξάρτητα από το πόσο χρόνο θα χρειαστεί ο καθένας, είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει το άτομο να δώσει ένα ουσιαστικό εσωτερικό τέλος στη σχέση και στο χρόνιο δεσμό του.
Η ύπαρξη της μοναξιάς μετά το διαζύγιο
Η μοναξιά, σαν ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, ανέκαθεν συντρόφευε την ανθρώπινη ύπαρξη. Ειδικά μετά από έναν χωρισμό ή ένα διαζύγιο, η μοναξιά μπορεί να περάσει διάφορα στάδια. Μπορεί να είναι περιστασιακή (διαρκεί μέχρι και ένα έτος και προκύπτει μετά από ένα τραυματικό γεγονός, ενώ τα αποτελέσματα της μπορούν να γίνουν αισθητά τόσο στις εκδηλώσεις του σώματος, όσο και στην ψυχική διάθεση), ή να εξελιχθεί σε χρόνια, όταν παρατείνεται για περισσότερο από δύο χρόνια και αναφέρεται σε μια περίοδο ελεύθερη από τραυματικά γεγονότα.
Τα άτομα που βιώνουν χρόνια μοναξιά, ενοχοποιούν τον εαυτό τους και νοιώθουν αβοήθητοι. Πολλοί από αυτούς υποφέρουν από το φόβο σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων, ενώ άλλοι αισθάνονται ανίκανοι να σταθούν στο ύψος των δικών τους προσδοκιών σε καταστάσεις μεγαλύτερης οικειότητας. Όταν αναφερόμαστε στη μοναξιά, μιλάμε για μια υποκειμενική-προσωπική εμπειρία και αίσθηση που δεν ορίζεται από την ποσότητα ή τη συχνότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά από την υποκειμενική τους ποιότητα. Το να αισθάνεται κανείς μοναξιά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ζει απομονωμένος σε σχέση με το κοινωνικό του περιβάλλον. Ο αριθμός των κοινωνικών επαφών είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που παρεμβαίνουν στη μοναξιά.
Η παθολογική μορφή της μοναξιάς
Η παθολογικοποίηση της μοναξιάς εξαρτάται όχι τόσο από την ποσότητα των επαφών που κάποιος έχει με τους άλλους, αλλά από τον αριθμό των επαφών που πιστεύει ότι του χρειάζονται. Συνθήκες που κάνουν ένα άτομο να αισθάνεται μοναξιά, για κάποιο άλλο μπορεί να είναι αποπνικτικές εξαιτίας της υπερβολικής προσοχής των άλλων. Τα άτομα που υποφέρουν από χρόνια μοναξιά δεν έχουν υποχρεωτικά λιγότερες επαφές από τους άλλους, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ποιότητα των ανθρώπινων επαφών τους είναι κατά μία έννοια, πιο φτωχή.
Τα ‘πρόσωπα’ της μοναξιάς
Υπάρχουν στιγμές στις οποίες η μοναξιά δεν αποτελεί ένα πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί, αλλά μια απάντηση τελείως φυσιολογική κάτω από ορισμένες συνθήκες. Είναι γόνιμη όταν βιώνεται σαν μια περίοδος ανάκαμψης, ανάκτησης εσωτερικών δυνάμεων, επαναπροσδιορισμού των στόχων. Η μοναξιά γίνεται πρόβλημα μόνο όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έχουμε τρόπους να ανακουφιστούμε από αυτήν. Οι περισσότεροι άνθρωποι, μη αντέχοντας αυτή την αίσθηση της απομόνωσης, την καταπνίγουν, ξεφεύγουν από αυτήν και χάνουν τον εαυτό τους σε κάποια μορφή δραστηριότητας. Στο φόβο της μοναξιάς, του να αισθάνονται αποκομμένοι, άλλοι καταφεύγουν στη χρήση ή και κατάχρηση ουσιών, σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και σε απώλεια της ικανότητας ελέγχου της αντικειμενικής πραγματικότητας. Άλλοι πάλι στρέφονται στην απασχόληση και τη μανιακή απασχόληση με εξωτερικά ερεθίσματα. Μόλις όμως πάψει η ενασχόληση με δραστηριότητες, επιστρέφει και πάλι αυτή η γνώριμη αίσθηση του κενού, το ανικανοποίητο και η ανάγκη για νέα ‘απόδραση’.
Η προσαρμογή μετά το διαζύγιο
Είναι φανερό ότι η μοναξιά δεν αποτελεί μια συνειδητή και προσωπική επιλογή, αλλά περισσότερο ένα αποτέλεσμα ενός συνδυασμού των εξωτερικών συνθηκών και εσωτερικών παραγόντων του ατόμου. Η εξωτερική συνθήκη ενός διαζυγίου και οι αλλαγές που αυτό επιφέρει μπορεί να επιτείνει το αίσθημα της μοναξιάς. Η αντίληψη και η αντιμετώπιση όλων των αλλαγών αυτών επηρεάζεται από την προσαρμοστικότητα του κάθε ατόμου, την ικανότητά του δηλαδή να αντιλαμβάνεται, να αποδέχεται και να προσαρμόζεται στις ποικίλες αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή του. Η προσαρμοστικότητα δηλαδή του ατόμου, επηρεάζει το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την αλλαγή και κατ’ επέκταση τη μοναξιά.
Με τον όρο προσαρμογή μετά το διαζύγιο εννοούμε την ανάπτυξη της ταυτότητας του ατόμου που δεν συνδέεται πλέον με την ιδιότητα του παντρεμένου και εστιάζεται στην εκτέλεση και στην επάρκεια των υποχρεώσεων των ρόλων του στην καθημερινή ζωή. Τα άτομα προσπαθούν να επαναπροσανατολίσουν τον τρόπο ζωής τους και να αποδεχτούν την καινούργια ταυτότητα τους στον κοινωνικό, σεξουαλικό και επαγγελματικό τομέα.
Κλείνοντας, είναι βασικό να δοθεί σημασία σε αυτό: Το διαζύγιο είναι σίγουρα ένα τέλος σε μια από τις διαδρομές της ζωής. Μπορεί να γίνει, όμως, και μια αρχή ώστε το άτομο να ασχοληθεί με νέες δραστηριότητες που πάντα ήθελε ή τώρα θέλησε και γενικά μια δυνατότητα για την πραγμάτωση προσωπικών αναγκών και επιθυμιών που παραμελήθηκαν κατά την διάρκεια της σχέσης. Είναι λοιπόν στη διάθεση του ατόμου αν θα το δει ως μια ευκαιρία που μπορεί να αξιοποιήσει ή ως μια ατυχία και αδικία της ζωής.