Τον Δεκέμβριο του 1999 η Αθήνα είναι ακόμα μουδιασμένη από τον σεισμό του Σεπτεμβρίου και ζαλισμένη από τη ξέφρενη πορεία του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου. Οι Αθηναίοι ανυπομονούν για τη νέα δεκαετία και βολτάρουν στα στολισμένα καταστήματα και στους λαμπερούς δρόμους της πόλης.
Τέσσερα χρόνια μακριά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας βρίσκομαι σε ένα άδειο διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Τα μόνα μου υπάρχοντα είναι ένα στρώμα στο υπνοδωμάτιο κι ένα στερεοφωνικό στο πάτωμα του σαλονιού με ένα cd της Αλεξίου. Στη τσέπη του δερμάτινου μπουφάν μου έχω ακόμα δραχμές, χρήματα που αρκούν για δύο σουβλάκια ή μία μερίδα μουσακά από το εστιατόριο Αλεξάνδρα, απέναντι.
Εκείνο το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς με βρίσκει ξαπλωμένη στο παρκέ του άδειου διαμερίσματος. Για χριστουγεννιάτικο δέντρο έχω τον στολισμένο Λυκαβηττό και για κάλαντα την Αργυρώ της πλατείας Αριστοτέλους που τραγουδάει η Χαρούλα στο στερεοφωνικό. Ένα κομμάτι μουσακάς μέσα στο ασημένιο ταψάκι του μαζί με το διάφανο πιρουνάκι του είναι το εορταστικό βραδινό μου.
Τον Δεκέμβριο του 1999 ο κόσμος που ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει πια και εγώ βρίσκομαι μπροστά σε μία νέα αρχή.
Νέα πόλη, νέο σπίτι, νέοι άνθρωποι, νέα χρονιά, νέα δεκαετία, νέα ζωή. Ένας κουμπιουτεράς θα το ονόμαζε restart, μία δασκάλα γιόγκα rebirthing, εμένα όμως μου έμοιαζε με την αφετηρία της Μονόπολης. Χωρίς τα λεφτά.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του 1999 για να ξέρεις δεν έκανε κρύο. Μπορούσες αν ήθελες να κάτσεις στο μπαλκόνι για κάμποση ώρα. Ψηλά από τη φωτισμένη και άδεια Αλεξάνδρας, κατάλαβα ο χρόνος άλλαξε από τα πρώτα βεγγαλικά του Δήμου Αθηναίων στον Λυκαβηττό, από τις κόρνες και από τα φώτα που έκλεισαν και άναψαν όλα μαζί στα απέναντι διαμερίσματα.
Επίσημα πια, οι πρώτες ώρες του 2000 με βρίσκουν καθισμένη οκλαδόν στο κέντρο του άδειου σαλονιού να τρώω μπουκιά μπουκιά το μουσακά με τα τελευταία χρήματά μου και να υπολογίζω που θα βάλω τον καναπέ και που το τραπεζάκι.
Υπολογίζω τις αποστάσεις και φαντάζομαι το χρώμα που θα έχουν οι κουρτίνες. Σκέφτομαι το καλοκαίρι σ’ αυτό το σπίτι με τα ανοιχτά παράθυρα και τη φασαρία της Λεωφόρου και καθόλου δεν με νοιάζει. Με νοιάζει μόνο να μπορώ να βλέπω την ανατολή του ηλίου από πολύ νωρίς. Σχεδιάζω πόσο γρήγορα θα κάνω φίλους και πόσο δυνατά θα ερωτευτώ και δεν με νοιάζει που στα διπλανά διαμερίσματα γιορτάζουν χαρούμενες οικογένειες. Ονειρεύομαι τα ανοιξιάτικα απογεύματα που θα γυρίζω από τη δουλειά και δεν με απασχολεί καθόλου που την επόμενη μέρα θα πρέπει να φάω φακές χωρίς ντομάτα. Ξαπλώνω και χαζεύω το πράσινο χρώμα στο ταβάνι, αναρωτιέμαι ποιος επέλεξε να βάψει πράσινο σκούρο ένα ταβάνι.
“Στη Μονόπολη της ζωής σημασία έχει να προχωράς. Να χάνεις και να κερδίζεις. Να διεκδικείς, να παζαρεύεις, να ανταλλάσσεις. Να παίρνεις αποφάσεις και εντολές. Να μη μένεις για πολύ στη ”φυλακή” γιατί όσο μένεις εσύ στάσιμος η ζωή προχωράει χωρίς εσένα.” σκεφτόμουν όσο τα αυτοκίνητα που έπαιζαν δυνατά τις πρώτες επιτυχίες του Αντώνη Ρέμου σταματούσαν στο φανάρι πηγαίνοντας για διασκέδαση.
Μη νομίζεις. Ήμουν χαρούμενη και καθόλου μόνη. Όλη η πόλη μου ανήκε. Όλη η δεκαετία θα ήταν δική μου. Ήμουν μόλις στην αφετηρία, έτοιμη για να αλλάξω πολλές φορές τη θέση των επίπλων στο καινούργιο μου σπίτι.
Είκοσι χρόνια πριν, στην Αθήνα που προσπαθούσε να διαχειριστεί τη φούσκα του Χρηματιστηρίου και τη λάμψη της προετοιμασίας του 2004 εγώ μόλις ξεκινούσα, έτοιμη για μεγάλα και μικρά βήματα, για λάθη και σωστά, για μεγάλους έρωτες και σημαντικές φιλίες, για επιλογές και αποφάσεις.
Ήμουν μόλις στην αφετηρία. Χωρίς τα λεφτά, αλλά ποιος νοιάζεται για λεφτά τελικά;