Τι να σας πω… Εμείς τότε, εκεί στην εφηβεία, βλέπαμε «Xτυποκάρδια στο Mπέβερλι Xιλς». Και θέλαμε όλα όσα βλέπαμε. Θέλαμε το σχολείο με τα ερμάρια και τον ντιτζέι Ντέιβιντ, το διώροφο σπίτι με αυλή των «Γουόλς», το «εργένικο» σπίτι του Ντίλαν (εργένης δεκαέξι χρονών πρώτη φορά πρέπει να έγινε χαρακτήρας τηλεοπτικής σειράς στα χρονικά), το σπίτι στην παραλία της Κέλυ, την Πόρσε του Ντίλαν, το καταπίστευμα (που ανάθεμα κι αν ξέραμε τι σημαίνει) του Ντίλαν, γενικά θέλαμε τον ίδιο τον Ντίλαν, τους επαίνους της Άντρεα, τα λεφτά του Στηβ, θέλαμε τα ρούχα της Κέλυ, τη διαδήλωση για να αποφοιτήσει η μεθυσμένη Ντόνα, θέλαμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι και να κλαίμε σαν την Μπρέντα ακούγοντας το “Losing my religion” όταν χώρισε με τον Ντίλαν, αλλά κυρίως, θέλαμε το στέκι τους, το «πιτς πιτ», με τα μιλκ σέικς, τα μπέργκερς, το τζούκμποξ, τον ιδιοκτήτη τον Νατ. Θέλαμε να έχουμε το στέκι μας, να μπαίνουμε μέσα και να χαιρετάμε τους πάντες, να μας χαιρετάει ο ιδιοκτήτης, να μη χρειάζεται να παραγγέλνουμε μιας και το προσωπικό θα ήξερε τι θα θέλαμε να πιούμε, κι εκεί στο στέκι μας να νομίζουμε ότι είμαστε μεγάλοι, ανυπομονώντας να μεγαλώσουμε.
Βέβαια δεν μέναμε στο Μπέβερλι Χιλς. Μέναμε στο Μοσχάτο. Και ο κωδικός μας δεν ήταν 90210, αλλά 18345 αν το σπίτι σου ήταν πάνω από την οδό Σολομού και 18344 αν ήταν κάτω από την οδό Σολομού. Το σχολείο μας δεν είχε ερμάρια, μια απλή βιβλιοθήκη σε κάθε αίθουσα είχε, ούτε Ντέιβιντ ντιτζέι είχε, μόνο ένα μεγάφωνο κάπως ξεχαρβαλωμένο που από αυτό «γκάριζαν» οι καθηγητές όταν έπρεπε να κάνουμε άσκηση σεισμού. Δεν είχαμε διώροφα σπίτια με αυλή, ούτε είχαμε εργένικα σπίτια, με τους γονείς μας μέναμε εννοείται και οι περισσότεροι από εμάς μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο με τα αδέλφια μας, ούτε είχαμε σπίτια στην παραλία όσο κι αν το Μοσχάτο έχει μια παραλία με γήπεδα, καθόλου ειδυλλιακή, δεν είχαμε Πόρσε, λεωφορείο, τρένο και τραμ είχαμε και τα ποδήλατά μας, κι αντί για «καταπίστευμα» είχαμε χαρτζιλίκι. Κανένας συμμαθητής μας ή μεγαλύτερος δεν έμοιαζε με τον Ντίλαν, και οι μαθητές που έπαιρναν επαίνους ήταν κάθε χρονιά οι ίδιοι. Τα λεφτά του Στηβ δεν τα είχε κανένας ακόμα κι αν ενώναμε τα οικογενειακά εισοδήματα όλων των τάξεων του σχολείου, και το πιο κοντά που φτάσαμε στα ρούχα της Κέλυ ήταν τα φορέματα με τα αρβυλάκια. Κανά δυο φορές που κάποιος από εμάς είχε μεθύσει σε κάποιο πάρτυ του ρίχναμε νερό στα μούτρα, του κάναμε καφέ και καθαρίζαμε τους εμετούς από τον καναπέ μιας και αυτές ήταν οι πιο τρομερές συνέπειες του μεθυσιού και όχι κάποιος κίνδυνος να μην αποφοιτήσει. Και μπορεί να κλαίγαμε στο κρεβάτι μας ακούγοντας το “Losing my religion”, αλλά ήταν επειδή μας χώρισε ο Γιάννης, όχι ο Ντίλαν.
Αν κάτι είχαμε κοινό στο Μοσχάτο με το Μπέβερλι Χιλς, αυτό ήταν το στέκι. Δεν ήταν το «πιτς πιτ», αλλά εμείς έτσι το νιώθαμε. Δεν είχε τον Νατ για ιδιοκτήτη αλλά ο Νίκος πάντα θυμόταν τι καφέ πίνουμε χωρίς να μας ρωτήσει, μιας και εκεί ήπιαμε τον πρώτο μας καφέ οι περισσότεροι από εμάς και κάποιοι από εμάς φτιάξαμε εκεί καφέ όταν από στέκι έγινε η δουλειά μας. Χαιρετάγαμε τους πάντες και μας χαιρέταγαν οι πάντες. Μπορεί να μην είχε τζουκμπόξ αλλά σιντιέρες και ραδιόφωνο αλλά ποτέ δεν μείναμε απογοητευμένοι από την μουσική. Άλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που πηγαίναμε τα δικά μας σιντί και ο Νίκος έβαζε τα τραγούδια που θέλαμε.
Εκεί λοιπόν ήπιαμε τον πρώτο μας «φραπέγλυκόμεγάλα» όπως είχαμε ακούσει από τους γονείς μας ότι πίνουν τον καφέ τους. Εκεί δοκιμάσαμε και τον πρώτο φρέντο με τριμμένο πάγο («τον» όχι «το» φρέντο, έτσι το λέγαμε τότε, δεν ξέραμε). Εκεί ήπιαμε και την πρώτη μας μπύρα. Εκεί κάναμε τις πρώτες μας κοπάνες. Εκεί μαζευόμασταν μετά το σχόλασμα, μετά τις παρελάσεις, τις γιορτές, το καρναβάλι. Ορδές εφήβων ο ένας δίπλα στον άλλο, στριμωγμένοι δυό-δυό σε μια καρέκλα. Να μετράμε τα λεφτά μας αν μας φτάνουν για καφέ και όταν δεν είχε λεφτά ο ένας είχε ο άλλος. Και όταν δεν είχε και ο άλλος, κέρναγε ο Νίκος. Κέρναγε το μαγαζί.
Εκεί μάθαμε τάβλι. Εκεί αποφασίσαμε πού θα πάμε πενταήμερη, εκεί ερωτευτήκαμε, χωρίσαμε, κοιτάγαμε την πόρτα να δούμε πότε θα μπει «ο έρωτας», ή πότε θα μπει κάποιος γονιός να μαζέψει το παιδί του από την κοπάνα. Εκεί ένα μεσημέρι είδαμε στην τηλεόραση τον Κεντέρη να παίρνει χρυσό μετάλλιο, τους δίδυμους πύργους να πέφτουν, το πρώτο «μπιγκ μπράδερ». Εκεί περνάγαμε όλη την μέρα στους μετασεισμούς του 1999. Εκεί.
Στο στέκι όπου δεν σύχναζε ο Ντίλαν, ο Μπράντον, η Μπρέντα, η Κέλυ, η Ντόνα, η Άντρεα, ο Ντέιβιντ και ο Στηβ, αλλά οι συμμαθητές μας, οι φίλοι μας, παιδιά από μεγαλύτερες και μικρότερες τάξεις, παιδιά που συμπαθούσαμε, παιδιά που αντιπαθούσαμε. Παιδιά. Σαν κι εμάς. Που είχαμε τον μικρόκοσμό μας, το στέκι μας, την μικρή μας κοινωνία. Εκεί ανήκαμε, εκεί ήμασταν και ήταν περιττό το να πούμε «θα είμαστε Κάκτους», γιατί ήταν αυτονόητο οτι εκεί θα ήμασταν, ότι εκεί θα ήταν όλοι. Πάντα βρίσκαμε κάποιον φίλο, κάποιον γνωστό ό,τι ώρα και να ήταν. Κι αν δεν ήταν κάποιος εκεί, θα ήταν πάντα ο Νίκος. Να μιλήσει, να ακούσει, να συμβουλέψει. Να βάλει το τραγούδι που θέλουμε να ακούσουμε. Θα ήταν εκεί τα παιδιά που δούλευαν να πούμε μια κουβέντα και παραπάνω από μια κουβέντα. Ήταν αυτονόητο ότι κάποιος θα ήταν πάντα εκεί. Γιατί το στέκι ήταν εκεί.
Τα χρόνια πέρασαν. Κι από «παιδιά», γίναμε «μεγάλοι». Και αρκετά χρόνια μετά κάναμε εκεί, στο στέκι, το ριγιούνιον. Οι καφέδες που πίναμε παλιά, αντικαταστάθηκαν εκείνη την μέρα με μπύρες, βότκες, τζιν, ουίσκι, και στις καρέκλες όπου κάποτε καθόμασταν εμείς, καθόντουσαν άλλα παιδιά, μικρότερα, που έπαιζαν τάβλι, μίλαγαν, μάλωναν, ερωτευόντουσαν, χωρίζανε, αποφάσιζαν πού θα πάνε πενταήμερη. Άλλα παιδιά που θα μεγάλωναν εκεί μέσα όπως και εμείς. Άλλα παιδιά που θα έκλειναν οχτάωρα στην καρέκλα, όπως και εμείς, που θα ένιωθαν το στέκι τους «δεύτερο σπίτι», όπως και εμείς, που μπορεί να μην ήξεραν καν το «πιτς πιτ» και το «Μπέβερλι Χιλς», αλλά που ξέρουν ότι το στέκι του Μοσχάτου είναι η «Κάκτους».
Εκεί λοιπόν έγινε το ριγιούνιον. Χρόνια μετά από την πρώτη φορά που πήγαμε. Ενώσαμε πέντε τραπέζια και μιλάγαμε, γελάγαμε, θυμόμασταν και γενικά χαλάγαμε τον κόσμο, όπως τότε. Ήμασταν πολλοί, κάναμε φασαρία και η «πιτσιρικαρία» πελατεία που καθόταν από πίσω μας, κάθε τόσο μας κοιτούσε με απορία, ίσως και με ενόχληση. «Αυτά εδώ μεγάλωσαν», τους είπε ο Νίκος και γέλαγε, κι ίσως η πιτσιρικαρία να κατάλαβε πως και αυτή εκεί θα μεγαλώσει.
Αυτό τον μήνα στο Savoir Ville μιλάμε για καθιερωμένες συναντήσεις με φίλους και για τα στέκια όπου περνάμε τις ώρες μας (#talking_about_hangouts). Μπες κι εσύ στην Savoir Ville, συνοδεύοντας τις φωτογραφίες σου από τέτοιες στιγμές με τα hashtags #savoirvillegr και #talking_about_hangouts
………τόσα και άλλα τόσα!!!!΄πολύ καλό…..