4 χρόνια. 4 ζωές. 4 κορίτσια. Κάνοντας έναν γρήγορο απολογισμό αυτών των τεσσάρων χρόνων, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι οι ατελείωτες συζητήσεις, οι ατελείωτοι καφέδες με γλυκά, τα ατελείωτα γέλια, το ατελείωτο φαγητό  (γκουχου γκουχου). Και κάπου εδώ γίνομαι άπληστη, γιατί θέλω κι άλλο – και δεν εννοώ φαγητό! Θέλω κι άλλες βόλτες, θέλω κι άλλα στέκια, θέλω κι άλλο τα χαμόγελά τους.

Και επειδή ο μήνας των hangouts μόλις έφτασε στο Savoir Ville θα επικεντρωθώ στα στέκια αυτής της οικογένειας.

32145c0cf47fe1c6a374738f935ec69a

Ναι, λοιπόν, ανήκουμε στις παρέες που μιλάνε ώρες μέχρι να κανονίσουν για να βγουν, όχι γιατί θα χρειαστούμε άλλες τόσες για να ετοιμαστούμε, αλλά γιατί δε θα συντονιστούμε ποτέ. Ο ορισμός των busy – τρομάρα μας! – girls καλά κρατεί.  Συγκεκριμένη μέρα κυκλοφορίας στον έξω κόσμο δεν υπάρχει, αφού η σχολή αποφάσισε να μας κάνει ταπεινά χαμομηλάκια. Όταν βγούμε, όμως, θα μας βρείτε σε κάποιο μαγαζί με γλυκά. Πρόκειται για μια κατάσταση σαν ιεροτελεστία που αν δεν υλοποιηθεί, κάτι σε όλο τον μήνα θα πάει στραβά. «Θέλω κάτι γλυκό, εσείς;» η ερώτηση κόλαφος που κάνει τα μάτια να αστράφτουν πριν προλάβεις να πεις Sugarangel ή Le Jardin ή Candybar. Oκ, σταματάω. Ο δρόμος γνωστός, ο κατάλογος γνωστότερος. Και πριν προλάβεις να μας αποκαλέσεις με όλα αυτά τα χαριτωμένα παρατσούκλια που προσδίδουν σε κάποιον με παραπανήσια κιλά έρχομαι να σου πω ότι πρώτον, τζάμπα θα μας αποκαλέσεις έτσι και δεύτερον, σπουδάζουμε στη Θεσσαλονίκη που έχει Τερκενλή και πραγματικό φαγητό. Στη Θεσσαλονίκη, ναι.

Κάπου εδώ οφείλω να επισημάνω ότι ανήκουμε και στις παρέες που όταν βγούμε θα μείνουμε για πολλές ώρες έξω, κάνοντας όλους τους σερβιτόρους να απορούν και να μας κοιτάζουν με παρακλητικό γεμάτο -ταυτόχρονα- με μίσος βλέμμα. Ας πούμε ότι όταν βγαίνουμε έξω, τα πάντα παγώνουν. Όσο ποιητικό ή ουτοπικό ή δικαιολογία κι αν ακούγεται αυτό, ισχύει. Τα όνειρα, τα σχέδια, τα στυλιστικά διλήμματα της Αγγελικής, η φιλασθένεια της Έλενας, τα άγχη της Δήμητρας, τα ψυχολογικά τα δικά μου μας φέρνουν πιο κοντά και μας κρατούν ώρες σε έναν κόσμο δικό μας, έναν κόσμο που φτιάξαμε με υπομονή, επιμονή και πολλή αγάπη ( και ώρες πάνω από έναν κατάλογο delivery, αλλά για φαγητό θα μιλήσουμε σε κάποιο άλλο άρθρο, γιατί δε θέλω να μας εκθέσω κι άλλο ). Όταν τρώμε, όμως, δε μιλάμε. Η μουσική σταματά και η μυρωδιά των γλυκών μας παρασύρει. «Η κλασική σιωπή όταν τρώμε» θα πει η Δήμητρα και θα τη σπάσει. «Θα το φτιάξω κι εγώ» θα πω εγώ σαν άλλη επίδοξη – κατά φαντασίαν ζαχαροπλάστης και θα σιγοντάρω τη Δήμητρα. Όταν καταναλώσουμε και την τελευταία μπουκιά πάμε πάλι από την αρχή. «Πότε άδειασε ρε σεις;» η ερώτηση με την οποία κλείνει η βραδιά και η απληστία συνεχίζεται. Δε θέλουμε να γυρίσουμε σπίτια μας.

Εκεί που θέλω να καταλήξω, λοιπόν, είναι ότι σημασία δεν έχει πόσες φορές θα βγεις με την παρέα σου ή που θα πας, αλλά με ποιους θα βγεις και αν περνάς καλά μαζί τους. Όταν αναρωτηθείς και απαντήσεις σε αυτά τα δύο ερωτήματα θετικά, τότε θα ξέρεις ότι η φοιτητική σου ζωή στέφθηκε με επιτυχία. Αφού, βέβαια, περάσεις και τα μαθήματα. Και πάρεις και πτυχίο. Ξέρετε κάτι, όμως; Όταν αναρωτιέμαι εγώ δεν απαντάω θετικά, απλώς μας κοιτάζω και χαμογελάω. Και εκεί ξέρω, ξέρω ότι όσα χιλιόμετρα κι αν μας χωρίσουν θα είμαστε πάντα εκεί η μία για την άλλη. Στα σχέδια, στα άγχη, στα στυλιστικά διλήμματα, στους ψυχαναγκασμούς.