Δεν είναι περίεργο που βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε, πιάνουμε, αλλά αρκεί μια μυρωδιά για να ξυπνήσει αναμνήσεις; Ένα άρωμα που φοράει ο διπλανός στο μετρό και στο μυαλό έρχεται “εκείνος”, ο “άλλος”, που το άρωμα του πλημμύριζε το ασανσέρ κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι.
Το μαλακτικό που μυρίζει το πουκάμισο του πωλητή και στο μυαλό έρχεται η πρώτη σου συνέντευξη για δουλειά γιατί το άρωμα του ίδιου μαλακτικού κάλυπτε την αίθουσα που γινόταν η συνέντευξη.
Το άρωμα της ζελατίνας που ντύνεις τα βιβλία του ανιψιού σου και στο μυαλό έρχεται αυτό το “Ε, ε, ε, εκδρομή” που τριγύρναγε στο μυαλό σου κάθε πρωί της άνοιξης που έβαζες στην σχολική τσάντα τα ντυμένα σου βιβλία που μύριζαν έτσι ακριβώς όπως τα βιβλία του ανιψιού σου.
Η μυρωδιά του καραβιού, αυτή η μυρωδιά ανάμεσα σε λάδι και αρμύρα κάθε φορά που περνάς την μπουκαπόρτα του καραβιού, που σου φέρνει στο μυαλό την πρώτη φορά που πήγες διακοπές χωρίς γονείς, με μερικούς φίλους, με μετρημένα λεφτά στο πορτοφόλι, χωρίς χρεωστικές κάρτες και χωρίς κινητό τηλέφωνο.
Η μυρωδιά του “κοτόπουλου με πατάτες στον φούρνο”, που μαγειρεύει η γειτόνισσα και που σου θυμίζει τις Κυριακές εκείνες, τότε που έμενες ακόμα με τους γονείς σου και δεν πηγαινοέφερνες τάπερ από το πατρικό σου.
Η μυρωδιά των τσουρεκιών κάθε μεγάλη βδομάδα που σου τρυπάει τα ρουθούνια όποτε περνάς από τον φούρνο που σου φέρνει στο μυαλό εκείνα τα Πάσχα στο χωριό. Με τα ξαδέρφια σου, με τα παιχνίδια και τις βόλτες με τα ποδήλατα, με τους κρυφούς έρωτες, με τα λουλούδια που μύριζαν όπως άνθιζαν δειλά και τα έκοβες για να τα βάλεις στο ποδήλατο σου, για να τα πας στην μαμά σου, με όλο την οικογένεια να μαζεύεται για να γιορτάσει, με την ανυπομονησία του μεγάλου Σαββάτου για να φας επιτέλους μετά από τις μέρες της νηστείας. Γιατί αυτό σήμαινε για εσένα τότε το Πάσχα. Χωριό, παιχνίδι και φαγητό.
Και τα χρόνια πέρασαν. Κι ακόμα και τώρα όταν μυρίζεις τσουρέκι, το Πάσχα θυμάσαι. Το Πάσχα που όπως μεγάλωνες πήρε άλλη μορφή για εσένα. Τέλειωσαν τα παιχνίδια, δεν θες να πας πια στο χωριό, ίσως και δεν δίνεις πια και πολύ σημασία στα λουλούδια, ίσως και να μην μαζεύεται πια όλη η οικογένεια, μπορεί να μην θέλει, μπορεί να μην μπορεί, μπορεί να μην γιορτάζει πια, και ίσως να μην νηστεύεις πια για να λαχταράς το μεγάλο Σάββατο για να φας. Ίσως και να μην πιστεύεις πια.
Τα τσουρέκια πια σου θυμίζουν άλλο Πάσχα. Αυτό που σου υπενθυμίζει τον “Γολγοθά”, τον δικό σου και των άλλων. Μικρό ή μεγάλο. Που δεν τον επέλεξε κανείς αλλά όλοι τον ανεβαίνουν. Αυτό το Πάσχα που σου υπενθυμίζει τις φορές που πρόδωσες ή προδώθηκες, είτε αυτό ήταν αναμενόμενο είτε όχι.
Θυμάσαι πια τις φορές που ήξερες ότι θα προδοθείς αλλά συνέχισες. Τις φορές που μπορεί να μην βούτηξες στο πιάτο του μελλοντικού προδότη την μπουκιά σου, αλλά τον κοίταξες στα μάτια λέγοντας “ξέρω”, και συνέχισες να περπατάς μαζί του. Θυμάσαι το κάθε εκείνο “Πάσχα” της ζωής σου που σε αμφισβήτησαν, το κάθε εκείνο “Πάσχα” που συγχώρεσες όχι γιατί είσαι ανώτερος άνθρωπος αλλά απλά γιατί είσαι άνθρωπος.
Θυμάσαι το “Πάσχα” που έχασες ανθρώπους γιατί κάποιος άλλος – δεν ξέρεις ποιος όσο κι αν αναρωτήθηκες- επέλεξε να τους χάσεις και να μην είναι μαζί σου την μέρα του Επιταφίου, κι έτσι την ημέρα εκείνη ίσως δακρύζεις περισσότερο κι από τον ουρανό που όπως λένε οι άνθρωποι μετά στην ανάγκη τους να μην νιώθουν μόνοι για αυτό που πιστεύουν, δακρύζει και εκείνος. Θυμάσαι τις φορές που αναστήθηκες. Σιωπηλά, χωρίς καμπανοκρουσίες, χωρίς γιορτές και χορούς.
Τις φορές που με σημάδια αν όχι στα χέρια, στα πόδια και στο κεφάλι αλλά στην ψυχή σου, αναστήθηκες όταν κανείς- ούτε ακόμα κι εσύ δεν το περίμενες. Θυμάσαι τις φορές που με δάκρυα στα μάτια μίλησες για αγάπη. Για το πόσο σημαντική και απαραίτητη είναι, για εσένα, για τους άλλους. Θυμάσαι πως το Πάσχα μπορεί να κρατάει μια βδομάδα, αλλά χωράει μια ζωή. Τη δική σου και των άλλων.
Ακόμα θυμάσαι όλα τα Πάσχα της ζωής σου. Και τα λουλούδια μυρίζουν και σου θυμίζουν τα Πάσχα εκείνα στο χωριό. Που ήταν πιο ανέμελα, πιο ευωδιαστά. Τότε που το να σπάσεις το “αυγό” του άλλου ήταν παιχνίδι, όχι αυτοσκοπός. Δεν θες πια να σπας αυγά, μόνο να μυρίζει Πάσχα.
first published: Μάι 3, 2016