Τι τις κάνουμε έτσι που τις έχουμε και τις περιφέρουμε δεξιά κι αριστερά; Τις πάμε και τις φέρνουμε χωρίς να κάνουν τίποτα άλλο παρά να χτυπάνε.
Μονότονα.
Σαν μετρονόμοι μιας ζωής.
Που κυλά μονότονα.
Χωρίς κάποιο κρεσέντο.
Χτυπάνε.
Πρωί, μεσημέρι, βράδυ.
Με τον ίδιο ήχο.
Με τον ίδιο παλμό.
Μονότονα.
Σαν καλοκουρδισμένα πιάνα.
Χωρίς καμία παραφωνία.
Που επαναλαμβάνουν την ίδια νότα.
Ένας ήχος, ένας παλμός.
Χωρίς καμία μελωδία.
Χωρίς καμία αλλαγή.
Ξυπνάμε και κοιμίζουμε τις καρδιές μας σαν να μην είναι αρκετά κοιμισμένες από μόνες τους.
Να τις χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Να τις ξυπνήσουμε από τον λήθαργο ξαφνικά μέσα στην νύχτα.
Να τις βάλουμε να σταθούν αντικριστά, να τις βάλουμε να σταθούν απέναντι.
Να δει η μία κατάματα την άλλη και να την ξυπνήσει.
Να της φωνάξει.
Να της πει “κοίτα με”.
Να της πει “άκου με”.
Να της πει “με θύμωσες”.
Να της πει “με πόνεσες”.
Να της φωνάξει η άλλη πιο δυνατά.
Να της πει “εδώ είμαι”.
Να της πει “σου μιλάω”.
Να της πει “εξοργίστηκα”.
Να της πει “διαλύθηκα”
Να τις χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Να αρχίσουν να χτυπάνε.
Δυνατά.
Σε ένα κρεσέντο που ψάχνουν.
Να αρχίσουν να χορεύουνε.
Σε ένα πρελούδιο κι ας μην ξέρουν τον ρυθμό του:
Να χτυπάνε δυνατά.
Από θυμό.
Από οργή.
Από ανάγκη.
Από τρέλα.
Από απόγνωση.
Από λαχτάρα.
Από ζωή.
Να τις χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Να τις κάνουμε να χτυπήσουν τόσο δυνατά που να κοντέψουν να σπάσουν.
Κι ας σπάσουν.
Κι ας χαλάσουν.
Τουλάχιστον θα έχουν επιτέλους υπάρξει.
Κι ας είναι χαλασμένες.
Κι ας είναι διαλυμένες.
Θα είναι ζωντανές.
Θα έχουν πάψει πια να θυμίζουν καρδιογράφημα νεκρού.
Να τις χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Κι αν μπορέσουμε μετά ας τις ξαναφτιάξουμε.
Τουλάχιστον θα έχουμε υπάρξει ζωντανοί.