Η ενασχόληση μου με τη μόδα ήταν κάτι που προέκυψε αυθόρμητα. Μετά τις σπουδές μου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, μετακόμισα στο Λονδίνο απο την ανάγκη μου να συνεχίσω να δημιουργώ αλλά ήθελα κάτι πιο εφαρμοσμένο, πιο κοντά στις ανάγκες της γυναίκας, και η αλήθεια είναι οτι δεν ήξερα τι θα μπορούσε να είναι αυτό. Το μόνο skill που είχα όταν βρέθηκα στο Λονδίνο, ήταν το graphic design.
Άρχισα, λοιπόν, να δουλεύω σε διάφορους οίκους μόδας στο Λονδίνο ως digital designer, γιατί αυτό μου ήταν πιο οικείο, χωρίς να έχω σαν ξεκάθαρο στόχο το χώρο της μόδας. Τότε, με την καθοδήγηση του σχεδιαστή μόδας, Emilio de la Morena, ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Central Saint Martins και στο London College of Fashion. Αφού δοκίμασα διάφορα πεδία, όπως σχεδιασμό υφάσματος, τσάντες, ρούχα, παπούτσια, τελικά κόλλησα με τα παπούτσια. Δούλευα και σπούδαζα ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να εξελίσσομαι συνεχώς, πράγμα πολύ σημαντικό σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως ο χώρος της μόδας.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Αρχικά θα ήθελα να πω ότι δε σχεδιάζω παπούτσια. Δε φτιάχνω παπούτσια. Όποτε προσπάθησα να σχεδιάσω παπούτσια ήταν τουλάχιστον καταστροφικό. Σχεδιάζω συναισθήματα. Κάτι που με τα άλλα αντικείμενα δεν κατάφερνα να το πραγματοποιήσω. Επίσης, το γεγονός ότι έχω δουλέψει ως γλύπτης μου έκανε πολύ οικείο το να θέλω να δημιουργώ κάτι τρισδιάστατο. Η αγορά, παγκοσμίως, είναι γεμάτη με παπούτσια. Μπορείς να αγοράσεις ένα ζευγάρι με 10€ ή 30€ και να καλύψεις την ανάγκη σου. Αυτό που πιστεύω όμως εγώ είναι οτι ένας designer δεν καλείται να απεικονίζει μια αντικειμενική πραγματικότητα, να εκπληρώνει μια αντικειμενική ανάγκη αλλά πρέπει να δίνει την προσωπική του ματιά και αισθητική απέναντι στην ανάγκη. Αυτήν την ανάγκη θεωρώ οτι καταφέρνω τελικά να την εκπληρώνω μέσα απο τα παπούτσια.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
To να είναι κανείς δημιουργούς παπουτσιών στην Ελλάδα του 2020 είναι μια μοναδική πρόκληση. Μια συναρπαστική εμπειρία, αρκεί να παραμείνεις αυθεντικός στα πιστεύω σου. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι πολύ εύκολο να παρασυρθείς από προβληματισμούς όπως ‘τί ζητάει η αγορά’, τι είναι στη μόδα, η΄ ‘δεν υπάρχει αγορά’ ή ‘υπάρχει δυσκολία στην ανεύρεση υλικών’ ή ‘τα πράγματα στην αγορά δεν πάνε καλά’. Οι δυσκολίες, ανεξαρτήτως χώρας, αποδείχτηκε πως είναι ίδιες, αλλά η ανάγκη για συναίσθημα παραμένει η ίδια. Οπότε πρέπει ως δημιουργός να είσαι συνεπής με τις αξίες που πρεσβεύεις. Να αγνοείς, ως ένα σημείο, τι συμβαίνει γύρω σου και να προχωράς.
Δε μου αρέσει να τα βάζω τα σχέδια μου σε καλούπια και σε τίτλους. Αυτό, όμως, που μπορώ να αναφέρω είναι το πώς τα χαρακτηρίζουν πολλοί. Κάποιοι λένε πως είναι πολύ rock, άλλοι πολύ punk, άλλοι πολύ θηλυκά και άλλοι πως είναι πολύ φωτεινά και εμπνέουν αισιοδοξία. Εγώ, ως σχεδιαστής, αναπτύσσω κάποιες φόρμες και τις εμπλουτίζω με υλικά και υφές. Μπορώ να σας πω πως δε με απασχολεί καθόλου το χρώμα. Οφείλω να σας αποκαλύψω οτι έχω αχρωματοψία. Δε μπαίνω, λοιπόν, καθόλου στη διαδικασία να ταιριάξω χρώματα, παρά μόνο φόρμες και υφές υλικών. Φοβάμαι, μάλιστα, πως αν έβλεπα χρώματα, δε θα τολμούσα χρωματικούς συνδυασμούς και θα τα έκανα όλα μαύρα. Το ότι δε βλέπω χρώματα με έχει, πραγματικά, απελευθερώσει.
Είναι συναρπαστικές και ανυπόμονες οι Ελληνίδες αλλά αλήθεια είναι ότι έχω βρει μια θέση στην προτίμησή τους. Συμμερίζομαι το άγχος τους στο πώς να συνδυάσουν στιλιστικά αυτό που βλέπουν στη φωτογραφία ή στη βιτρίνα του καταστήματος μου με την υπόλοιπη γκαρνταρόμπα τους. Από την εμπειρία μου όμως μέχρι στιγμής, έχω διαπιστώσει ότι μόλις κάποια πελάτισσα φορέσει ένα σχέδιο μου, συνειδητοποιεί ότι μπορεί να το φορέσει παντού και πάντα. Είναι σαν να κάνει match, σαν να ταιριάζει εκείνη την ώρα, το συναίσθημα με την γκαρνταρόμπα! Επομένως, αν χαρακτήριζα τις Ελληνίδες με μια λέξη, θα έλεγα πως είναι τελικά τολμηρές.
Δεν ακολουθώ ποτέ και για κανένα λόγο τις τάσεις. Με αφήνει παντελώς αδιάφορο όλη η βιομηχανία του fast fashion. Πάντα, προσπαθώ να σχεδιάζω συναισθήματα που θα έχουν διάρκεια στο χρόνο. Σχεδιάζω καλοκαιρινά παπούτσια που μπορούν να φορεθούν και το χειμώνα και το αντίστροφο. Δεν ακολουθώ ούτε εποχές, ούτε υλικά ούτε στιλιστικές ανάγκες που μπορεί να υπάρχουν μια δεδομένη σεζόν σε μια δεδομένη αγορά.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Θα μπορούσα να αφηγηθώ δεκάδες όμορφες ιστορίες, αλλά θα ήθελα να σταθώ στην πιο πρόσφατη. Κατά τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου της καραντίνας, διεπίστωσα πως μπορώ να ζήσω για κάποιες μέρες χωρίς φαγητό ή τα τσιγάρα μου, αλλά χωρίς τα υλικά μου και χωρίς την καθημερινή συναναστροφή με τις πελάτισσες μου στο μαγαζί, δε μπορώ να ζήσω. Βλέπετε, οι περισσότερες ιδέες μου γεννιούνται την ώρα που επικοινωνώ, που συναναστρέφομαι με τις πελάτισσες που έρχονται στο μαγαζί. Δίνω ιδιαίτερη σημασία στη συμπεριφορά της γυναίκας εκείνες τις στιγμές, χωρίς να χρειάζεται να το καταλαβαίνουν. Ο τρόπος που διαδρούν με τα παπούτσια μου (το πώς περπατάνε, οι μορφασμοί τους, οι εκφράσεις τους) είναι πηγή έμπνευσης για εμένα για μελλοντικά σχέδια και συναισθήματα.
Οι πρώτες, λοιπόν, ημέρες της καραντίνας ήταν κάτι σαν εφιάλτης γιατί έλειπε αυτό το στοιχείο της διάδρασης. Αποφάσισα, όμως, κατά κάποιο τρόπο να αδιαφορήσω για την όλη κατάσταση του εγκλησμου και καταστροφολογίας και να την μετατρέψω σε κάτι αισιόδοξο και δημιουργικό. Άρχισα τότε να αναζητάω ερεθίσματα στον ψηφιακό κόσμο. Εκεί, σιγά σιγά, κέρδισε την προσοχή μου ο λογαριασμός μιας Ιταλίδας blogger, της Alina, η οποία για εμένα ενσάρκωσε σταδιακά την ιδανική μου πελάτισσα. Είδα στον λογαριασμό της ένα προσωπικό ημερολόγιο που εκπροσωπεί χιλιάδες γυναίκες.
Οι φωτογραφίες της μου απέπνευσαν κάτι γήινο και φρέσκο και με ιντρίγκαρε, δεν την είδα με την ιδιότητα της ως blogger. Με συνεπήραν συναισθήματα και χαρακτηριστικά της που διέκρινα μέσα από την επικοινωνία μας, όπως η ανάγκη της να την προσέχουν, να ξεχωρίζει, οι φοβίες της και ανασφάλειες για όλο αυτό που συμβαίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και οι φιλοδοξίες της για το μέλλον και η ανάγκη της για συναίσθημα. Η Alina αποτέλεσε την τονωτική ένεση που χρειαζόμουν για να συνεχίσω να δημιουργώ. Αυτός είναι και ο λόγος που τιμητικά έδωσα το όνομα της στην τελευταία μου collection (η οποία αποτελείται από πενήντα σχέδια που ήδη έχουν πολύ μεγάλη απήχηση, γεγονός που με χαροποιεί ιδιαιτέρως.)
Οφείλω να πω οτι τις εβδομάδες της καραντίνας επέλεξα να μετακομίσω στο μαγαζί μου, είχα κάνει προμήθειες σε φαγητό και βγήκα πρώτη φορά μετά απο 20 ήμερες. Τις εβδομάδες της καραντίνας είχα μείνει απο πρώτες ύλες και άρχισα να ξηλώνω έτοιμα παπούτσια για να χρησιμοποιήσω τα υλικά για καινούργια σχέδια. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να συνεχίσω την πορεία μου και να μετατρέψω τον φόβο και τρομολαγνεία που κυριαρχούσε εκείνες τις μέρες σε κάτι δημιουργικό.