«Όταν ο κόσμος γύρω σου γίνεται ανεξέλεγκτος, εσύ πρέπει να εξασφαλίσεις τον έλεγχο σε όποιον τομέα μπορείς όσο ασήμαντος κι αν είναι αυτός.»
Ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς συγγραφείς της εποχής μας και βραβευμένος με το The Man Booker 2011, ο Julian Barnes, στο βιβλίο του Ο αχός της εποχής που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, δημιουργεί ένα μυθιστόρημα βασισμένο στη ζωή του αξεπέραστου Ρώσου συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ακροβατώντας με μαεστρία ανάμεσα στα όρια της πραγματικότητας και της μυθοπλασίας.
Υπάρχει ένας τριμερής διαχωρισμός στο κείμενο όπου κάθε κομμάτι του αποτυπώνει και μία φάση-σταθμό στη ζωή του καλλιτέχνη. Στο πρώτο μέρος που έχει το συμβολικό τίτλο “Στο πλατύσκαλο”, συγκεντρώνονται επί τοις ουσίας όλες οι μεγάλες αφετηρίες του Σοστακόβιτς: των αναμνήσεων, της οικογενειακής ζωής, της ονοματοδοσίας, της εκπαίδευσης, των δεινών του. Στο δεύτερο μέρος, ακολουθώντας ο Barnes το ίδιο πνεύμα, δίνει τον τίτλο “Στο αεροπλάνο”, χαρακτηρίζοντας έτσι από την μία πλευρά την καλλιτεχνική απογείωση που σφραγίστηκε με πολλαπλές διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο και από την άλλη την ολέθρια προσγείωση σε μια καθημερινότητα γεμάτη από μεγάλες αντιφάσεις εξαιτίας των αυστηρών περιορισμών, της διαρκούς τρομοκρατίας και της ανελέητης χειραγώγησης που ασκούσε αδιάκριτα το σταλινικό καθεστώς, το οποίο απαιτούσε μεταξύ άλλων, την πλήρη αποξένωση του ατόμου από την ίδια του την ύπαρξη αλλά και τις ικανότητές του. Με παντιέρα την ρήση ότι το ταλέντο, δεν ανήκει στον καλλιτέχνη αλλά στο λαό, ο Σοστακόβιτς, ήταν υποχρεωμένος να δημιουργεί μουσική στην οποία δεν είχε κανένα δικαίωμα όχι μόνο ως προς το περιεχόμενό της αλλά ούτε και ως προς τον τρόπο διάθεσής της, αφού πρακτικά δεν του ανήκε. Το τρίτο μέρος του βιβλίου, έχει τον τίτλο “Στο αυτοκίνητο” και αποτυπώνει την εδραίωση μιας έντονης και μακράς πορείας που εξακολουθεί πατώντας γερά στη γη. Ίσως είναι και το πιο φιλοσοφικό τμήμα του έργου και αυτό που με άγγιξε περισσότερο. Εδώ, ο Σοστακόβιτς, όπως συνήθιζε άλλωστε σύμφωνα με το σημείωμα του συγγραφέα, γίνεται ο αφηγητής όσων βιώνει και ξεδιπλώνει σκέψεις του που ίσως να αποτελούν και την πεμπτουσία της ίδιας της ζωής γενικότερα.
Αν και το μέγεθος του συγκεκριμένου βιβλίου δεν ξεπερνά σε έκταση τις 231 σελίδες, ο αναγνώστης πολύ γρήγορα θα καταλάβει ότι η πλειοψηφία των φράσεων που περιλαμβάνονται σε αυτό, μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον αφοπλιστικές. Ανήκει στα βιβλία που βεβήλωσα χωρίς καμία συστολή σχεδόν κάθε του σελίδα με υπογραμμίσεις, σημειώσεις και τσακίσεις. Είναι ένα κράμα ιστορικής μελέτης, μουσικής παιδείας, πολιτικής αφύπνισης, φιλοσοφίας, κοινωνικής δομής, στάση ζωής μα πάνω από όλα δημιουργικής αρτιότητας τόσο του συγγραφέα όσο και του καλλιτέχνη με τον οποίο καταπιάνεται.
Ο Σοστακόβιτς, ως σημείο αναφοράς, μοιάζει να διαθέτει το ιδανικό προφίλ μιας αφορμής από την οποία πιάνεται ο Julian Barnes και ξεδιπλώνει ένα πολυθεματικό μυθιστόρημα στο οποίο παραθέτει ένα σημαντικό εύρος στοχασμών αλλά και έξυπνους αστεϊσμούς που άλλοτε φέρουν μια περιπαιχτική διάθεση και άλλοτε αφήνουν πίσω τους μια γεύση ειρωνείας. Ο ιερός αριθμός τρία που συναντάται σε πλήθος φιλοσοφικών κειμένων, που σηματοδοτεί παρελθόν-παρόν-μέλλον, που αποτελεί τον παραδοσιακό αριθμό συμποτών της βότκας, είναι αυτός που εκτός από μια ισχυρή παρουσία σε όλο το έργο, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα συναισθηματικά φορτισμένο φινάλε ανοίγοντας παράλληλα και μια ελπιδοφόρα παρένθεση για αυτό που έπεται.
Δηλώνω γοητευμένη από την μυθιστορηματική αυτή βιογραφία που διηγείται με έναν συμπυκνωμένο αλλά μεγαλειώδη τρόπο τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες άνθησε τόσο μεγαλόπρεπα το ταλέντο του σημαντικού αυτού δημιουργού. Κυνηγήθηκε ανελέητα από το αυστηρό σταλινικό καθεστώς αλλά κατάφερε να διατηρήσει μια διαύγεια στην σκέψη του, να κατακτήσει μια υψηλή θέση στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα και το όνομά του να γραφτεί για πάντα στην λίστα των αθανάτων. Χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, με κέρδισε ολοκληρωτικά η πένα του Julian Barnes και ο αχός της τριπλής συνήχησης, θα παραμείνει σε βάθος χρόνου μέσα στο μυαλό και την καρδιά μου.