Φόβος. Αυτό ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα όταν αποφάσισε μετά από χρόνια να αλλάξει σπίτι. Ήταν κι αυτό εντός του πλαισίου των αλλαγών που σχεδίαζε μεθοδικά από καιρό. Το έλεγε σχεδόν κάθε χρόνο, εκεί κοντά στις αρχές του καλοκαιριού πως ήθελε να το κάνει, αλλά δεν το έπαιρνε ποτέ απόφαση. Είτε εξαιτίας προσωπικών λόγων, είτε εξωτερικών παραγόντων τα λόγια παρέμεναν λόγια. Τη μία δεν προλάβαινε, την επόμενη ήταν η εξεταστική, την μεθεπόμενη ένα δημοψήφισμα του έφραξε το δρόμο. Εμπόδια έσκαγαν από παντού με ταχύτητα φωτός. Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου και οι συνθήκες, που έκαναν τη σκέψη να πάρει σάρκα και οστά. Όλα πλέον ήταν υπέρ του. Και το ταξίδι (ή ο Γολγοθάς του, αναλόγως πως θα το πάρει κανείς) ξεκινούσε. Άρχισε το ψάξιμο, το οποίο για καλή του τύχη δεν κράτησε πολύ. Το σπίτι του ήρθε σχετικά εύκολα. Ήταν από εκείνες τις συμπαντικές περιπτώσεις που έκαναν τον Κοέλιο να κάνει καριέρα. Έπειτα, έπρεπε να ψάξει να βρει μεταφορική εταιρεία κι ανθρώπους να τον βοηθήσουν στην μετακόμιση. Γενικότερα, η κατάσταση απαιτούσε πολύ ψάξιμο. Τηλέφωνα, συναντήσεις, καυγάδες, νεύρα. Όλα στο πρόγραμμα. Το οποίο πρόγραμμα απαιτούσε άρτιο συντονισμό και μεθοδικότητα, χαρακτηριστικά που δεν διέθετε ποτέ σαν προσωπικότητα. Κάθε βράδυ στο παλιό του σπίτι ο φόβος επέστρεφε σαν παλιρροϊκό κύμα και τον συνέτριβε.
Το τελειωτικό χτύπημα όμως, στην ήδη ταραχθείσα διάθεσή του, ήρθε όταν το σπίτι γέμισε άδειες κούτες, οι οποίες έπρεπε εντός των επόμενων ημερών να γεμίσουν με ρούχα, βιβλία, διακοσμητικά και κάθε είδους αντικείμενα, τα οποία σε άλλους δεν έλεγαν απολύτως τίποτα, αλλά για εκείνον συνέθεταν μια ολόκληρη ζωή. Κούτες, παρακούτες, κιβώτια, μονωτικές ταινίες. Ψάχνοντας παλιά συρτάρια, ντουλάπια και ξεχασμένες κούτες παπουτσιών δεν έρχεσαι μόνο αντιμέτωπος με το χάος, αλλά κυρίως με τις αναμνήσεις σου. Τα πράγματα εμποτισμένα με τα συναισθήματα τόσων χρόνων, όσο κι αν έχεις προσπαθήσει να τα καταχωνιάσεις στα πιο απίθανα μέρη του σπιτιού πάντοτε βρίσκουν τρόπο κι επιστρέφουν. Φταίει που τα αντικείμενα, όπως και τα σπίτια, ποτίζουν με την ενέργειά μας, τα γέλια, τις χαρές, τα τραγούδια και τα κλάματά μας. Εμείς είμαστε τα σπίτια μας. Γιατί σπίτι τελικά δεν είναι η στέγη που θα μείνεις, αλλά εκεί που νιώθεις μια ασφάλεια όμοια με εκείνη της μητρικής αγκαλιάς.
Η αλήθεια πάντως είναι πως άργησε κάπως να πακετάρει. Αναβολή στην αναβολή το πήγαινε. Στο σπίτι βασίλευε η ακαταστασία και το χάος, που όσο κι αν τον τρόμαζε και τον άγχωνε (παρθένος γαρ), η επερχόμενη αλλαγή τον φόβιζε περισσότερο. Εξαρχής, η αλλαγή ήταν που τον τρόμαζε και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί ήσυχος τα βράδια. Γιατί αυτή η ριμάδα η σταθερότητα δίνει παρηγοριά, ακόμη και σε καταστάσεις που θα έδινες μισή ζωή να τις αλλάξεις. Κι όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα της μετακόμισης, την ίδια μέρα με εκείνη που Θεός είχε διαλέξει να ξεκουραστεί, εκείνος ήταν μέσα στα νεύρα και στο άγχος και για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους ένα δίκιο του το δίνω. Μίνι καύσωνας, πτώση και σπάσιμο επίπλων κατά τη μεταφορά, μια μικρή βλάβη στο αυτοκίνητο της μεταφορικής, πώς να μην ενταθεί μετά ο φόβο; Ο φόβος αν έρθει -για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο- δεν φεύγει εύκολα, δεν τον ξεφορτώνεσαι. Και προληπτικός να μην είσαι, μια μικρή ανησυχία την αποκτάς, άμα τρεις την ώρα βλέπεις μαύρη γάτα μπροστά σου. Όταν τα δύσκολα πέρασαν και τα πράγματα μπήκαν στο νέο –άδειο ακόμα- σπίτι, ένιωσε ένα παράξενο συναίσθημα στο στομάχι, καθώς κοιτούσε τις κούτες -που έπρεπε να αδειάσει αυτή τη φορά- μα δεν ήταν φόβος. Ένα κενό ήταν. Ένα κενό, σαν εκείνα που δημιουργεί μια μεγάλη και δυνατή απώλεια, το οποίο άρχισε σταδιακά να εξαπλώνεται σε όλο του το σώμα. Άρχισε να ξεπακετάρει με μισή καρδιά και ήταν σαν να ξανά ζούσε όσα είχε περάσει τις τελευταίες μέρες από την ανάποδη. Σαν κάποιος να έπαιζε την ταινία με ταχύτητα προς τα πίσω. Ξάπλωσε νωρίς το βράδυ. Το θετικό της υπόθεσης ήταν πως η κούραση των τελευταίων ημερών τον έριξε σε λήθαργο, χωρίς το γνώριμο πια συναίσθημα του φόβου. Το βράδυ ξύπνησε από κάτι παράξενους θορύβους. Τριξίματα, έντονα κρακ, μικρή γδούποι μέσα από τον τοίχο. Ο φόβος επέστρεψε δριμύτερος. Ήταν σε ένα ξένο σπίτι, έναν χώρο ξένο, μη οικείο. Πάντοτε τον τρόμαζαν οι θόρυβοι στα καινούργια σπίτια. Και δεν τον αδικώ. Οι ήχοι στα καινούργια σπίτια είναι περίεργοι, σχεδόν εξωκοσμικοί. Αυτός ο τρόμος μέχρι να συγχρονιστούν οι ανάσες μας μαζί τους, πάντα θα επαναφέρει την επίγεια ανάγκη κάποιος να ψάξει κάτω από το κρεβάτι ή μέσα στην ντουλάπα για να βεβαιωθούμε πως είμαστε ασφαλείς. Αυτός ο φόβος τελικά, δεν μετακομίζει ποτέ. Κατοικεί εντός μας για πάντα…