Πήγα στα ράφια με τα βιβλία και έκανα κάτι που έκανα μικρή.
Έκλεισα τα μάτια και διάλεξα ένα βιβλίο στην τύχη.
Το βιβλίο ήταν “ο μικρός πρίγκηπας”.
Για άλλη μια φορά “ο μικρός πρίγκηπας” στα χέρια μου, στα μάτια μου μπροστά.
Στα χέρια μου και στα μάτια μου σαν μεγάλη, όχι σαν μικρή όπως την πρώτη φορά που τον διάβασα.
Αλλιώς διαβάζουμε κάτι σαν μικροί και αλλιώς διαβάζουμε το ίδιο πραγμα σαν μεγάλοι.
Αλλιώς το καταλαβαίνουμε τουλάχιστον.
Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε καλύτερα, ξέρω ότι το καταλαβαίνουμε τουλάχιστον διαφορετικά.
Ίσως γιατί μεγαλώνοντας μαθαίνουμε και συνηθίζουμε να διαβάζουνε μεταξύ των γραμμών, μεταξύ των γραμμών εκείνων που όταν ήμασταν παιδιά τις βλέπαμε σαν απλές λευκές γραμμές ανάμεσα στις σειρές.
Ίσως γιατί μεγαλώνοντας συνειδητοποιούμε περισσότερο αυτό το “το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι”, και κάπως έτσι βλέπουμε πράγματα που σαν παιδιά δεν βλέπαμε.
Και κάπως έτσι διαβάζουμε αλλιώς.
Και κάπως έτσι βλέπουμε στις εικόνες του μικρού πρίγκηπα που τόσο χαζεύαμε μικροί τους δικούς μας πλανήτες, τα δικά μας τριαντάφυλλα, τις δικές μας αλεπούδες, τα δικά μας ηλιοβασιλέματα, τους δικούς μας βασιλιάδες.
Ξεφύλλισα το βιβλίο και γύρισα τις σελίδες του στο κεφάλαιο με τον βασιλιά.
Χάιδεψα την εικόνα του βασιλιά.
Εκείνου του βασιλιά που η κάπα του κάλυπτε ολόκληρο το μικρό βασίλειο του.
Και σκέφτηκα πόσο λυπάμαι τώρα που μεγάλωσα τον βασιλιά που όταν ήμουν μικρή θαύμαζα το οτι ήταν βασιλιάς.
Που τον θαύμαζα γιατί φόραγε μια κάπα πιο μεγάλη ίσως από το βασίλειο του – ίσως ακόμα και από τον ίδιο- και που μπορούσε να διατάζει. Γιατί έτσι είναι τα παιδιά. Θέλουν πάντα να περνάει το δικό τους, να επιβάλλονται, να είναι οι υπόλοιποι “υπήκοοι” τους που πραγματοποιούν κάθε επιθυμία τους παράλογη ή όχι. Κυρίως παράλογη.
Ήμουν μικρή, δεν μπορούσα να καταλάβω πως στην ουσία δεν είχε κάποιον να διατάζει και πως μέσα στο μεγαλείο του ο βασιλιάς ήταν πιο μικρός από τον μικρό πλανήτη του και από τον μικρό πρίγκηπα που με παιδική αφέλεια και αίσθημα μεγαλείου τον θεώρησε “υπήκοο” του.
Ήμουν μικρή και δεν μπορούσα να καταλάβω αυτό που κατάλαβα χρόνια αργότερα, πως ο βασιλιάς δηλαδή δεν ήταν “μεγάλος” αλλά ήταν ένα παιδί.
Ένα παιδί που απαιτούσε, που πίστευε πως είναι παντοδύναμο, πως του ανήκουν δικαιωματικά τα πάντα.
Ένα παιδί ντυμένο με τα ρούχα των μεγάλων, που για να μην παραδεχτούν την ήττα τους ή την αδυναμία τους θεωρούν πως μπορούν να επιτρέπουν ή να διατάζουν τους άλλους να πραγματοποιήσουν την επιθυμία ή την ανάγκη τους, που “επιτρέπουν” στον άλλο να καθήσει όταν εκείνος έχει ανάγκη να καθίσει. Που θα “διατάξουν” τον ήλιο να δύσει την ώρα που μπορεί και είναι να δύσει και θα το παρουσιάσουν σαν δικό τους κατόρθωμα, σαν δική τους παντοδυναμία ότι θα διατάξουν τον ήλιο να δύσει την ώρα που εκείνος ο ήλιος είναι προγραμματισμένος να δύσει, να κάνει αυτό που θέλει αυτό που μπορεί.
Ένα παιδί που γινόταν μεγάλος όταν παραδεχόταν πως “ο σωστός βασιλιάς διατάζει τους υπηκόους του αυτό που μπορούν να κάνουν”.
Ένα παιδί- μεγάλος που καταλάβαινε πως είναι παράλογο να απαιτήσεις από κάποιον να κάνει κάτι που δεν μπορεί- ίσως και που δεν θέλει-. Ένα παιδί- μεγάλος όμως που δεν θα παραδεχόταν ποτέ πως άφηνε στον άλλο το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής.
Ο βασιλιάς καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να διατάξει τον ήλιο να δύσει κάποια διαφορετική ώρα απο εκείνη που δύει.
Καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να διατάξει τον στρατηγό να πετάξει από το ένα λουλούδι στο άλλο όπως μια πεταλούδα, γιατί δεν ήταν πεταλούδα. Και δεν μπορούσε να κάνει αυτά που κάνει μια πεταλούδα.
Καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να διατάξει τον μικρό πρίγκηπα να χασμουρηθεί, γιατί κανείς δεν μπορεί να χασμουρηθεί όταν δεν θέλει.
Ο βασιλιάς, το παιδί-μεγάλος μέ πάνω στον θρόνο του καταλάβαινε αυτό που θα έπρεπε να καταλάβουν όλοι οι “μεγάλοι”.
Πως κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει από τον άλλο να κάνει κάτι που δεν μπορεί.
Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από κάποιον να μας αγαπήσει αν δεν μπορεί, αν δεν θέλει.
Θα ήταν τόσο παράλογο όσο το να δύσει ο ήλιος την ώρα που θα θέλαμε.
Και δεν είναι πως δεν αξίζουμε την αγάπη, την αξίζουμε.
Όπως ακριβώς αξίζει και ο καθένας να δίνει, να κάνει, να είναι, να νιώθει αυτό που μπορεί. Όταν μπορεί. Και θέλει.
Και ίσως αυτή την έννοια δικαίου να μπορούσε να αναθέσει ο βασιλιάς στον υπουργό δικαιοσύνης.
Να προασπίζεται το δικαίωμα του να κάνει όσα μπορεί χωρίς να απαιτούν από αυτόν να κάνει όσα δεν μπορεί. Και όσα δεν θέλει.
Γιατί όπως κάποιος δεν μπορεί να χασμουρηθεί όταν δεν μπορεί, έτσι ακριβώς δεν θα μας αγαπήσει όταν δεν μπορεί. Δεν είναι παράλογο αυτό. Παράλογο θα ήταν να το απαιτούσαμε.