Από τα μέσα του καλοκαιριού είχα κάπως τις μαύρες μου και δεν ήξερα τι μου έφταιγε. Το συζήτησα με κάνα – δυο φίλους και οι συμβουλές ήταν του τύπου «η ζωή είναι ωραία, έχουμε την υγειά μας». Δε βοήθησε και πολύ.
Εχθές είδα την Τάνια Τσανακλίδου στο Ηρώδειο και θυμήθηκα ότι πέρα από τη μαγική φωνή της, αυτό που αγαπάς σε εκείνη είναι οι ιστορίες της, ο χαρακτήρας της, το μπριο της. Συνήθως την έβλεπα στο ΜΕΤΡΟ, νομίζω της πάει πιο πολύ από όλα τα μαγαζιά. Οι ιστορίες της είναι οι ιστορίες που έχει ο καθένας από εμάς, ειπωμένες με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού.
Σε μια από αυτές λοιπόν είχε περιγράψει τα γενέθλια της των 40. Οι φίλοι της της είχαν παραγγείλει μια μεγάλη τούρτα, η οποία ήταν σερβιρισμένη πάνω σε ένα καθρέφτη. Και όπως χαμογελαστή έσκυψε να σβήσει τα κεριά, είδε το πρόσωπο της. Και καθόλου δεν της άρεσε αυτό που είδε, θυμήθηκε ότι μεγάλωσε και τα υπόλοιπα της γενέθλια τα πέρασε με μούτρα.
Θυμήθηκα αυτή την ιστορία περιμένοντας να ξεκινήσει η παράσταση, θυμήθηκα και ότι γέλασα τότε (πάνε και 10 χρόνια), και σκέφτηκα, ρε λες απλά να τα ‘χω πάρει που μεγαλώνω; Και αν ναι, τι πειράζει να είμαι θλιμμένη που και που; Αυτή η εμμονική διάθεση να είμαστε όλοι χαρούμενοι επειδή είναι καλοκαίρι με διαλύει. Σε μερικούς μας αρέσει η μελαγχολία, μας φτιάχνει τη διάθεση, δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά ισχύει.
Αυτό «έπαθα» και εχθές. Με ένα τρόπο, το δικό της τρόπο, πήρε από πάνω μου όλη την θολούρα. 5 Σεπτεμβρίου και το Ηρώδειο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Οι μισοί δεν ήξεραν ότι δεν θα πει καθόλου δικά της τραγούδια αλλά μια επιλογή από θεατρικά τραγούδια. Αλλά δεν τους ένοιαζε κιόλας, είχαν έρθει για εκείνη. Κάθισα ψηλά και είχα μπροστά μου όλη τη μαγεία του χώρου, θα ήθελα όμως να είχα κάτσει χαμηλά για να τη βλέπω καλύτερα.
Βγαίνει στη σκηνή, ακούς τις πρώτες λέξεις και νιώθεις μια τρομερή ανακούφιση. Λες κι έχεις πάει στο γιατρό της καρδιάς και των συναισθημάτων. Από το κοινό ακούγεται «Μας έλειψες».
Περπατά στη σκηνή συνέχεια και μοιράζεται την παράσταση με τους μουσικούς της. Δεν έχω δει άλλο καλλιτέχνη να αναδεικνύει τόσο τους συνεργάτες του, να δίνει φως από το φως του, να μένει στη σκιά για να φανούν αυτοί.
Η παράσταση αποτελούταν από θεατρικά τραγούδια που η ίδια είτε τραγούδησε είτε αγάπησε. Χατζιδάκης, Θεοδωράκης, Καραϊνδρου και άλλοι αναγνωρισμένοι συνθέτες και δημιουργοί. Τα περισσότερα δεν τα ήξερα. Οι ιστορίες της όμως με έκαναν να νιώθω ότι τα ξέρω. Μίλησε για τη Θεσσαλονίκη του ’67, για τότε που ως μικρό κοριτσάκι συμμετείχε στην παράσταση που έβαλε τη μουσική στη ζωή της. Για το «Μορμόλη», την παιδική παράσταση που ετοιμάζονταν να ανεβάσουν στο θέατρο Αθηνά, Πατησίων και Δεριγνύ το 1973, για τη βραδιά που μπήκαν τα τανκς στο Πολυτεχνείο και εκείνοι ήταν αποκλεισμένοι μέσα στο θέατρο. Και περπάτησαν μέχρι το Παγκράτι. Για την παρουσία της στην Επίδαυρο, στην «Εύα», για το πώς ένιωσε όταν είδε πέρσι τη «Γκόλφω». Πως λυτρώθηκε.
Ποιος άλλος καλλιτέχνης θα μπορούσε σήμερα να σκεφτεί και να ετοιμάσει μια παράσταση με τραγούδια που σημαίνουν κάτι για εκείνον, τραγούδια άγνωστα στο ευρύ κοινό και θα γέμιζε το Ηρώδειο; Κι αν το γέμιζε, θα έφευγαν όλοι μαγεμένοι, όπως φύγαμε εμείς ;
Στο τέλος, αφού χαιρέτησαν και έφυγαν από τη σκηνή, μετά από παρατεταμένο χειροκρότημα βγήκαν ξανά. Ακούστηκαν από το κοινό «Το πάτωμα», «Πεινάω μαμά».
- Ντροπή σας βρε! Λέει γελώντας. Στο Ηρώδειο είμαστε, είπαμε ότι θα πούμε θεατρικά τραγούδια απόψε.
Γέλιο πάλι. Και έκλεισε με την «Όμορφη πόλη»