Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε μια πριγκίπισσα, η Ισμηνούτα. Τα πρωινά δεν φώναζε τις υπηρέτριες να την χτενίσουν και να την ντύσουν, αλλά έπιανε τα μαλλιά της κότσο, φόραγε τα χιλιοφορεμένα της ολ σταρ που είχε παρατήσει το προηγούμενο βράδυ στην είσοδο του δωματίου της άτσαλα βγαλμένα, διάλεγε ένα μπλουζάκι και ένα τζιν από τα ασιδέρωτα και πήγαινε στην κουζίνα. Δεν έψαχνε τον μάγειρα να της φτιάξει πρωινό, πέταγε μια κάψουλα στην εσπρεσιέρα, άναβε ένα τσιγάρο, έπινε τον καφέ της και έβγαινε στον κόσμο. Χωρίς άμαξα, χωρίς άλογο, χωρίς φρουρούς και αυλικούς, έπαιρνε τα πόδια της, το αυτοκίνητο της, τρένα, αεροπλάνα και βαπόρια και πήγαινε να ζήσει το παραμύθι της έξω από το παλάτι.
Και το ζούσε. Βλέποντας, παρατηρώντας, ακούγοντας. Μάθαινε τον κόσμο και την μάθαινε και αυτός. Και γνώριζε ανθρώπους και μάθαινε τους ανθρώπους. Κάποια στιγμή γνώρισε μια άλλη πριγκίπισσα, την Γεωργία. Και την κάλεσε να της δείξει το παλάτι της. Και εκείνη πήγε. Χτύπησε την πόρτα του «savoirville», έδειξε την πρόσκληση της και πέρασε μέσα.
Και κάπως έτσι συμφωνήσανε να πηγαίνει κάθε Δευτέρα και Παρασκευή και να τους λέει τι είδε εκεί έξω. Τι κάνουν οι άνθρωποι που συναντά, τι νιώθουν, τι ελπίζουν, τι φοβούνται. Πώς ερωτεύονται, αν ερωτεύονται. Τι παραμύθια ζούνε, τι παραμύθια πλάθουν, τι παραμύθια ακούνε και λένε.
Με παραμύθια μεγαλώσαμε, με παραμύθια ζούμε. Με παραμύθια συνεχίζουμε. Με την ελπίδα το παραμύθι να γίνει αλήθεια και η αλήθεια παραμύθι. Για να ζήσουμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα.
YΓ. σύντομα θα ακολουθήσει φαντασμαγορική φωτογράφιση για να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται.