Μετά από την περσινή επιτυχία του στο θέατρο Κιβωτός, ο Ταρτούφος ή οι Απατεώνες σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, σημειώνει ανάλογη πορεία στο θέατρο ‘Τζένη Καρέζη’.
Ο Ταρτούφος παρουσιάζεται στην οικογένεια του μεγαλοαστού Οργκόν ως ενάρετος ιερέας καταφέρνοντας να τον γοητεύσει με την υποτιθέμενη πνευματώδη προσωπικότητά του και τις αγνές προθέσεις του. Έτσι ο Οργκόν, παρά την ευστροφία και την δυναμική του χαρακτήρα του, τον εμπιστεύεται με κλειστά μάτια, τον φιλοξενεί στο σπίτι του, του παραχωρεί προνόμια και τον εξυψώνει στα μάτια των υπόλοιπων μελών της οικογένειας. Παρ’ όλα αυτά, σύζυγος, παιδιά, προσωπικό αντιδρούν και αμφισβητούν την εντιμότητα του Ταρτούφου μα αγνοούνται εντελώς από τον Οργκόν, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνεχείς εντάσεις και ρίξεις.
Πέρα από τις μοναδικές ερμηνείες του θιάσου (Αιμίλιος Χειλάκης, Αλέξης Κούρκουλος, Ράνια Οικονομίδου, Αθηνά Μαξίμου), τους ισορροπημένους μεταξύ κωμικής αλήθειας και ειρωνείας διαλόγους και της δυναμικής ροής των γεγονότων, το στοιχείο που ξεχώρισα στην παράσταση είναι η ευρηματική σημειολογική ματιά στη σκηνοθεσία-σκηνογραφία. Και αυτό γιατί, ως επί τω πλείστον αναδεικνύει και δικαιολογεί τον υπότιτλο του έργου ‘Μικροί Απατεώνες’ μιας και όπως εξελίσσονται τα γεγονότα, τελικά φαίνεται πως όλοι, λίγο πολύ, υποκρίνονται και συνωμοτούν εις βάρος των άλλων.
Παρατήρησα λοιπόν,
Έναν παραμορφωτικό, κεκλιμένο καθρέφτη που κυριαρχεί στη σκηνή, πίσω από τον οποίο, κατά τη διάρκεια της παράστασης κρύβονται οι ηθοποιοί όταν χρειάζεται να κρυφακούσουν.
Διασκορπισμένα κονφετί – κομμάτια από χρωματιστό χαρτί γκοφρέ στο δάπεδο της σκηνής που με παρέπεμψαν συνειρμικά στις αποκριάτικες μεταμφιέσεις.
Ότι στην έναρξη του έργου και μέχρι να συμμετάσχουν στον πρώτο διάλογό τους, οι ηθοποιοί φορούν περίτεχνες μάσκες που, αν διέκρινα καλά, είχαν όψη γουρουνιού.
Τους ηθοποιούς να κινούνται με ρυθμικό βηματισμό στο χώρο, ενώ τις κινήσεις των χεριών τους συχνά να είναι ειρωνικές ή αντίθετες με τα λεγόμενά τους (πχ ενώ μιλούν για αγάπη, ενώνουν τα δάχτυλά τους υπονοώντας χρήματα).
Πως κάθε φορά που ο εκάστοτε ήρωας μιλούσε πιο ειλικρινά ή προδιδόταν έβγαζε την περούκα που φορούσε για τις ανάγκες του ρόλου, με τρόπο που είτε έδειχνε ότι ανακουφιζόταν που ξεπρόβαλε ο πραγματικός εαυτός του (τύπου ‘φοράω κι αυτά τα μαλλιά στο κεφάλι μου και δεν μπορώ να εκφραστώ’), είτε τον έκανε να μοιάζει ‘γυμνός’ μπροστά στην αλήθεια που αποκαλυπτόταν.